Η Επίδραση του Φολκλόρ Στην Ποντιακή Παράδοση
Εισήγηση του Νικ. Ζουρνατζίδη 18/4/2012 στην έδρα του Χορευτικού Ομίλου Ποντίων Μοσχάτου - Ταύρου «Σέρρα».
Ο λαϊκός χορός, ως δημιούργημα του λαού, άρα κυρίαρχο μέσο έκφρασής του, έχει τη δυνατότητα να δημιουργεί προϋποθέσεις για προσέγγιση και αλληλογνωριμία των λαών. Οι αγροτικές κοινωνίες, όπως του Πόντου (αναφερόμαστε στην επαρχία), ήταν ως επί το πλείστον κλειστές, οπότε ήταν εύκολο να κρατηθεί η αυθεντικότητα των παραδόσεων.
Αντίθετα, οι σημερινές βιομηχανικές κοινωνίες είναι ανοιχτές. Έτσι, δίνουν τη δυνατότητα στις πόλεις να συγκεντρώνουν μεγάλο αριθμό ατόμων με τελείως διαφορετικά ήθη, έθιμα και παραδόσεις. Τα άτομα αυτά ζουν, εργάζονται και διασκεδάζουν στους ίδιους κοινωνικούς χώρους με αποτέλεσμα ο πολιτισμός τους να χάνει την ιδιαιτερότητά του και να αποκτά μια ενιαία κατά μείζονα λόγο μορφή. Οι χοροί χάνουν την ιδιαιτερότητα που είχαν στην περιοχή προέλευσής τους.
Ο χορός έγινε μέσο επιβίωσης για τη συνέχιση και τη διατήρηση της ποντιακής ταυτότητας στην Ελλάδα αλλά και το σημαντικότερο δηλωτικό της ταυτότητάς τους. Ήταν το πρώτο και το δυνατότερο στοιχείο για τη δύσκολη αρχή στο νέο περιβάλλον. Έπρεπε οι Πόντιοι πρώτα να σταθούν στα πόδια τους και να ικανοποιήσουν τις οικονομικές τους ανάγκες, τις καθαρά βιοποριστικές. (Πρώτα το φουρνίν κ’ επεκεί η εγκλησία). Όμως έπρεπε, αισθάνονταν την ανάγκη, να υπογραμμίσουν την πολιτιστική τους φυσιογνωμία, γιατί οι Έλληνες της Μαύρης Θάλασσας δεν ήταν μια άχρωμη, χωρίς παρελθόν κοινωνία. Ήταν ένας ζωντανός λαός με ιστορικό παρελθόν, με έντονη πολιτιστική δραστηριότητα, με ανεπτυγμένη την κοινωνική αλληλεγγύη. Μια κοινωνία δομημένη στέρεα πάνω σε κοινό σύστημα αξιών, δοκιμασμένο και αποτελεσματικό που λειτούργησε στη διατήρηση της πολιτιστικής και πολιτικής τους φυσιογνωμίας, ζώντας κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες διαβίωσης. Το μη ποντιακό περιβάλλον στον Ελλαδικό χώρο αμφισβητούσε τις πολιτιστικές τους αξίες. Για αυτούς ήταν οι πρόσφυγες, οι «τουρκόσποροι», οι «αούτηδες». Μια κοινωνική περιθωριοποίηση για τον περισσότερο ποντιακό πληθυσμό άρχισε να υποβόσκει και να απλώνεται. Έπρεπε να αντιδράσουν, να κάνουν αισθητή την παρουσία τους, να διατηρήσουν την ταυτότητά τους, να επιβιώσουν. Όλα αυτά βρήκαν διέξοδο στα αστικά κέντρα, όπου οι Πόντιοι αντιπροσώπευαν μειοψηφία, στη δημιουργία ποντιακών συλλόγων όπου κυρίαρχο ρόλο έπαιξε ο χορός.
Η Ε. Παθειακάκη στη διπλωματική της εργασία γράφει: «Η σύσταση των πολιτιστικών συλλόγων των Ποντίων συνδέεται άμεσα με τις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες και αποκτά για αυτούς ιδιαίτατη βαρύτητα, εφόσον έχουν την ανάγκη να διασφαλίσουν τόσο την ενότητα όσο και την ποντιακή ταυτότητα μέσα στο όλο πλαίσιο της αντίστασης για αφομοίωση από την ομοεθνή ή όχι περιβάλλουσα κοινωνία και μέσα από οργανωμένη προσπάθεια να διασώσουν και να διαδώσουν την ποντιακή πολιτιστική κληρονομιά. Γιατί η ανάγκη για αυτοπροσδιορισμό δεν είναι στην περίπτωση αυτή μόνο ψυχολογικό φαινόμενο, αλλά και ψυχοκοινωνικό, με την έννοια ότι καθορίζεται και από την ομάδα στην οποία ανήκουν οι πρόσφυγες, αλλά και από το ευρύτερο περιβάλλον στο οποίο εντάσσεται η ομάδα και ιδίως από τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αποδεκτή από αυτό».
Πιστοί όμως στο πνεύμα της εποχής της δύναμης και της ταχύτητας, έδωσαν προτεραιότητα χάριν εντυπωσιασμού, στους χορούς με γρήγορη κίνηση, χορούς της καταιγίδας και του πάθους, και άφησαν στο περιθώριο χορούς αργούς και ευγενικούς, της γαλήνης και της περισυλλογής.
Ταυτόχρονα προέκυψε ένα νέο πρόβλημα με τις ονομασίες των χορών.
Οι τουρκικές ονομασίες ενόχλησαν πολλούς από αυτούς που ασχολήθηκαν χρόνια με τον ποντιακό χορό. Από άγνοια ή από υπερβολικό εθνικισμό ή από τον φόβο μήπως εκμεταλλευτούν το φαινόμενο οι Τούρκοι και διεκδικήσουν την πατρότητά τους, ξεχνούν ότι ο κλασικότερος των Ποντιακών χορών, το Τικ’, έχει τουρκική ονομασία και ότι πολλές περιοχές του Πόντου και ειδικά του Δυτικού ήταν τουρκόφωνες (και βέβαια αυτό δεν ήταν αποτέλεσμα προσωπικής επιλογής αλά κυβερνητικής πολιτικής).
«Στις περιοχές του Πόντου όπου οι Έλληνες τουρκοφώνησαν το πρόβλημα αυτό ήταν σαφώς οξύτερο καθώς το ποιητικό μέρος των τραγουδιών ήταν στην τουρκική γλώσσα. Προς αποφυγή κάθε παρερμηνείας θα πρέπει να τονιστεί ότι με τον όρο τουρκοφωνία νοείται απλώς η υποχώρηση της χρήσης της ελληνικής γλώσσας ( ή των ελληνικών διαλέκτων) υπό το βάρος της χρησιμοποιούμενης από τον κυρίαρχο αριθμητικά πληθυσμό, γλώσσας. Άλλωστε κατά την οθωμανική περίοδο αυτό που κυρίως διαχώριζε τους Έλληνες από τους αλλόφυλους ήταν η θρησκεία. Η σύνθεση της εθνικής ταυτότητας γινόταν πρωτίστως στον άξονα της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης. Πολλοί ελληνικοί πληθυσμοί της Μικράς Ασίας τουρκοφώνησαν αλλά σε κάθε περίπτωση η συνείδησή τους παρέμεινε ελληνική.
Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο επίσης ήταν το οικείο της τουρκικής γλώσσας για τους κατοίκους της Μ. Ασίας. Ήταν η γλώσσα του κρατικού μηχανισμού, η γλώσσα συνεννόησης με τους γείτονες και φυσικά η γλώσσα των εμπορικών συναλλαγών. Με άλλα λόγια ήταν ένα «εργαλείο» επικοινωνίας. Σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να νοηθεί ότι η ονομασία ενός χορού υποδηλώνει και την καταγωγή του. Άλλωστε κανένα στοιχείο δεν υπάρχει που να δείχνει πως οι χοροί αποτέλεσαν στοιχείο επιβολής. Κάθε χορός με ξενικό όνομα ή ακόμα και με τουρκικούς στίχους χορεύεται με το ίδιο πάθος και την ίδια αγάπη από τους πρόσφυγες που προέρχονται από τις αντίστοιχες περιοχές. Ακόμα και στις περιπτώσεις που οι Πόντιοι επηρεάστηκαν από τους χορούς των υπόλοιπων μικρασιατικών φυλών , τους εμβάπτισαν στο δικό τους χορευτικό κώδικα και τελικά έγιναν αποδεκτοί από την παραδοσιακή κοινωνία ως ποντιακοί χοροί».(Μαριάννα Φωτιάδου).
Η στάση αυτή εντάσσεται στο γενικότερο κλίμα φόβου που επικρατούσε στη μεταπολεμική Ελλάδα, σχετικά με τις τάσεις διεκδίκησης της πατρότητας του πολιτιστικού μας υλικού από τους γειτονικούς λαούς αλλά και στη συναισθηματική αντίδραση όλων των προσφύγων από τη Μικρασιατική χερσόνησο απέναντι στην αμφισβήτηση της εθνικής τους καθαρότητας ή της καταγωγής τους.
Αυτόματα λειτουργεί το φυλετικό ένστικτο και η μεγάλη συναισθηματική φόρτιση ξεσπάει και εκφράζεται μέσα από το πιο αυθόρμητο, το πιο δυνατό πολιτιστικό στοιχείο, το χορό. Οι Πόντιοι άλλωστε χόρευαν και χορεύουν πολύ.
Οι ποντιακοί χοροί χάρη στο δυναμισμό τους αρχίζουν σταδιακά να γίνονται δεκτοί με ενθουσιασμό και από τους υπόλοιπους Έλληνες. Άλλωστε παρά την αστικοποίηση που χαρακτηρίζει την εποχή μας , οι άνθρωποι γοητεύονται από την αυθεντικότητα της λαϊκής παράδοσης. Δεν είναι τυχαίο που από τις δεκαετίες ’50 – ’60 αυξάνεται κατακόρυφα ο αριθμός των πολιτιστικών συλλόγων. Είναι η περίοδος που ανθούν οι φολκλοριστικές αναβιώσεις. Οι χοροί αποκτούν μεγαλύτερη ταχύτητα, εισάγονται
«φιγούρες» και «καλλιτεχνικές χορογραφίες», ενώ επικρατούν οι γρήγοροι και εντυπωσιακοί χοροί. Πολλοί χοροί αποκτούν παμποντιακό χαρακτήρα ενώ ο χορός Σέρα γίνεται το απόλυτο σύμβολο του ποντιακού ελληνισμού. Οι γρήγοροι και τρομαχτοί χοροί θα περάσουν για πολλά χρόνια στην κορυφή της ποντιακής χορευτικής παράδοσης.
Σχετικά με το ερώτημα ποια είναι τα χαρακτηριστικά που καθιστούν τους ποντιακούς χορούς τόσο ξεχωριστούς έχουν γραφτεί πολλά. Ο πατέρας της ποντιακής λαογραφίας Δ. Η. Οικονομίδης περιγράφοντας τα κύρια χαρακτηριστικά των ποντιακών χορών , θα τους παρουσιάσει ως κυκλικούς (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων), αρχαιοπρεπείς και σεμνούς χορούς. Συνεχίζοντας σημειώνει ότι ο χορός ρυθμίζεται από τον λυράρη ο οποίος παράλληλα τραγουδά και βρίσκεται στο κέντρο του κύκλου.[1] Αυτό που τονίζεται από όλους τους ερευνητές είναι η έντονη ομαδικότητα και ο δυναμισμός που αποπνέουν οι ποντιακοί χοροί. «Γνώρισμα χαρακτηριστικό των χορών των Ποντίων που διατηρείται σταθερά στο χώρο και στο χρόνο είναι η ομαδικότητα που εκφράζεται και με το σχήμα του κλειστού - συνήθως - κύκλου των χορευτών που τον διατρέχει ζωηρά η ενέργεια των σωμάτων όπως κινούνται συμπτυγμένα και με σφιχτό δέσιμο των χεριών».[2]
Υπογραμμίζεται η απουσία ηδυπάθειας και μαλθακότητας καθώς επίσης και της οποιαδήποτε ομοιότητας με τους τουρκικούς χορούς.
[…] «Γι’ αυτό, βέβαια, δεν υπάρχει η παραμικρότερη ομοιότητα ανάμεσα στους ποντιακούς και τους τουρκικούς χορούς, εκτός από τις περιπτώσεις που οι ποντιακοί χοροί χορεύονται από πληθυσμούς ελληνογενείς και ελληνόφωνους, οι οποίοι ζουν στη σημερινή Τουρκία Για την άρση κάθε αμφιβολίας της ελληνικότητάς τους, πρέπει να αναφέρουμε ότι και οι Τούρκοι ακόμη ονομάζουν τους ποντιακούς χορούς, χορόν».[3]
Όσον αφορά την επίδραση των χορών του Πόντου στους υπόλοιπους χορούς του ελλαδικού χώρου έχει εκφραστεί η άποψη ότι αποτέλεσε ένα από τα δύο σημαντικότερα χορευτικά ρεύματα. «Δύο κύματα χορευτικής τέχνης και επιρροής κατέκλυσαν, όπως συμπεραίνεται, την κυρίως Ελλάδα. Το ένα έφθασε από την Κρήτη, τη βασιλεύουσα του αιγιακού πολιτισμού, που περιείχε πολλά μητριαρχικά στοιχεία και κατάλοιπα παλιών πρωτόγονων κοινωνιών, και το άλλο «κατέβηκε» από τη Φρυγία και τον Πόντο και «έσερνε» μαζί του πολεμικά όργανα και πατριαρχικές προσφορές.
Αξιοσημείωτο είναι ότι και τα δύο αυτά ρεύματα άλλαξαν μορφή με τον καιρό και μετατράπηκαν το πρώτο από θρησκευτικό σε ενόπλιο και το δεύτερο από πολεμικό σε έξαλλο και εορταστικό. Η αλλαγή της μητριαρχικής κοινωνίας σε πατριαρχική, που ουράνιος καθρέφτης της είναι ο Όλυμπος, επηρεάζει όλες τις μορφές του ελληνικού πολιτισμού…
Οι θορυβώδεις, αδέξιοι και πηδηχτοί χοροί, οι περισσότεροι προς τιμήν της Μεγάλης Μητέρας στην Φρυγία και τη Μικρά Ασία που είχε πολλά ονόματα και λεγόταν Ρέα, Γαία, Κυβέλη, Βένδις, Κορυτώ, Αστάρτη, Εκάτη ή αργότερα Αφροδίτη ή Ήρα ή Δήμητρα και λατρευόταν με πρωτόγονους ιερούς ολονύχτιους χορούς και ορειβασίες αντικαταστάθηκαν με «παρθενικούς» ιεροπρεπείς χορούς…».[4]
Στοιχεία - σύμβολα
«Με την εγκατάστασή τους στη μητροπολιτική Ελλάδα, οι Έλληνες της Ανατολής, που σε πολλές περιπτώσεις μιλούσαν ή ενδύονταν κατά τρόπο διαφορετικό από τους λοιπούς Έλληνες, αντιμετωπίστηκαν συχνά εχθρικά και με διάθεση αποξένωσης από τον ντόπιο πληθυσμό. Αυτή η αντιμετώπιση οδήγησε στη συμβολοποίηση ορισμένων στοιχείων του λαϊκού πολιτισμού τους, στα οποία οι ίδιοι προσέδωσαν καθολική ισχύ. Γύρω από αυτά τα στοιχεία-σύμβολα συνενώθηκαν, δίνοντας διαστάσεις «μύθου» στο ιστορικό παρελθόν τους. Αυτή ακριβώς η «μυθοποίηση» είχε ως αποτέλεσμα να διασωθεί «με σπάνια ακρίβεια» σημαντικό μέρος του λαϊκού τους πολιτισμού. Στην περίπτωση των Ποντίων που εξετάζονται εδώ, στοιχεία-σύμβολα θα μπορούσαν να θεωρηθούν η λύρα (το μουσικό όργανο των Ποντίων «κεμεντζέ»), ο ποντιακός χορός Σέρα (που συχνά αναφέρεται ως Πυρρίχιος) και η ανδρική ενδυμασία ζίπκα (από την ονομασία της στενής βράκας που φορούσαν)».
(Μαριάννα Φωτιάδου, Εφιμ. Εύξεινος Πόντος, φύλλο 160).
Για τα Στοιχεία – σύμβολα, τη λύρα και τη ζίπκα, θα αναφερθούμε στην επόμενη εισήγηση που είναι: «Το Μουσικό Όργανο Tου Πόντου «Κεμετζæέ» και η Ανδρική Ενδυμασία «Ζίπκα».
Ας δούμε τώρα το χορό Σέρα, τις καταθέσεις τις πρώτης γενιάς που έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς σε διάφορα έντυπα και τις ονομασίες με τις οποίες το συναντάμε στις διάφορες περιοχές του Πόντου.
Η ονομασία Σέρα
«Από τις υπώρειες των ορέων Πιλάβνταγι, Μπουγιούκομπα και Σολτόι ρέει ο ποταμός Σέρα, ο οποίος αφού διανύσει μια διαδρομή 25 χλμ. χύνει τα νερά του στη γραφική ομώνυμη λίμνη. Οι Έλληνες που κατοικούσαν στα χωριά της περιοχής του ποταμού και της λίμνης Σέρα φημίζονταν για τον τρομαχτό χορό που χορεύαν. Ήταν δε τέτοιο το πάθος και η δεξιοτεχνία τους, που σε μια περιοχή γύρω από τα Πλάτανα ο τρομαχτός χορός πήρε την ονομασίαΣέρα.
Μετά την εγκατάσταση των Ελλήνων του Πόντου στην Ελλάδα, ο τρομαχτός χορός, σταδιακά έφθασε να αποκαλείται σε παμποντιακό επίπεδο Σέρα».[5]
«Σέρα το, Τραπ. Από το Σέρα ον. ποταμού. Είδος χορού χορευομένου το πρώτον εν τη περιφερεία Πλατάνων Τραπεζούντος, η οποία διαρρέεται υπό του ποταμού Σέρα».[6]
«Το όνομα Σέρα προέρχεται προφανώς εκ του παρά τα Πλάτανα της Τραπεζούντος ποταμού Σέρα. Πλησίον του ποταμού τούτου υπήρχον δύο χωρία των οποίων οι κάτοικοι εφημίζοντο ως οι καλύτεροι χορευταί του Πυρρίχιου χορού. Όπως και στην αρχαιότητα ο χορευτής ήτο οπλισμένος ούτω και ο χορευτής της Σέρας πρέπει να είναι ενδεδυμένος απαραιτήτως με όλα τα πολεμικά εξαρτήματα…»[7]
Ο χορός των χορών
Η κορωνίδα των ποντιακών χορών , ο χορός ο οποίος προκαλεί ρίγη συγκίνησης σε όλους τους Έλληνες είναι ο χορός Σέρα. Κάθε Πόντιος μιλά με περηφάνια για το «χορό των χορών». Η έκρηξη συναισθημάτων μεταξύ χορευτών και θεατών είναι πραγματικά απαράμιλλη. Είναι ο χορός που έχει λάβει διαστάσεις θρύλου για τον ποντιακό ελληνισμό και ένα από τα στοιχεία – σύμβολα για την ταυτότητά τους. Το αποκορύφωμα με λίγα λόγια του ποντιακού χορευτικού κώδικα. Είναι η απάντηση στις αποξενωτικές και ρατσιστικές διαθέσεις που αντιμετώπισαν. Δεν είναι λίγοι και οι εκπρόσωποι της επιστημονικής κοινότητας που ασχολήθηκαν εξειδικευμένα με τη Σέρα. Είναι ο χορός που λειτουργεί ως «μύθος» συνέχοντας τα μέλη του κατατρεγμένου ποντιακού ελληνισμού και μία ακόμα απόδειξη της ελληνικής καταγωγής τους.
«Οι λόγοι για τους οποίους έλαβε αυτές τις διαστάσεις η (ο) Σέρα είναι ξεκάθαροι. Ανάλογη είναι και η συμπεριφορά άλλωστε κι άλλων ελληνικών φύλων. Οι Έλληνες της Καππαδοκίας για παράδειγμα προέβαλλαν το μεγάλο αριθμό των Αγίων που κατάγονται από την περιοχή και την έντονη θρησκευτικότητα των προσφύγων. Η Σέρα αντίστοιχα συνδέθηκε με τους αρχαίους ελληνικούς πυρρίχιους χορούς». Μαριάννα Φωτιάδου.
Ο χορός Σέρα. Ο ωραιότερος και διασημότερος χορός του Πόντου και κατά την άποψή πολλών από τους ωραιότερους του κόσμου. Σύμφωνα με την πλειοψηφία των κειμένων που έχουν γραφεί για το χορό, έχει πάρει το όνομά του από τον ποταμό Σέρα δυτικά της Τραπεζούντας.
Έχει διάφορες ονομασίες ανάλογα με την περιοχή που χορευόταν και σε πολλές περιπτώσεις έπαιρνε το όνομα της περιοχής. Σήμερα το συναντάμε μόνο με το όνομα Σέρα, κάποιοι όμως τον αποκαλούν Πυρρίχιο προσπαθώντας επίμονα να συσχετίσουν ή ακόμα και να συνταυτίσουν το χορό αυτό με χορό της αρχαιότητας.
Η αντίστοιχη περιγραφή των αρχαίων κειμένων όμως ταιριάζει περισσότερο στο χορό των μαχαιριών.
Ο αρχαίος πυρρίχιος, άλλωστε, ήταν χορός που χορευόταν είτε σε ομαδικό σχηματισμό, είτε ατομικά.
Οι χορευτές σύμφωνα με τα αρχαία κείμενα, με χορευτικές κινήσεις προσποιούνταν ότι βρίσκονταν στη μάχη. Άλλοτε αμύνονταν και άλλοτε επετίθεντο. Ο Πλάτων τονίζει τη σημασία ενός τέτοιου χορού που γυμνάζει το ανδρικό και το γυναικείο σώμα. Από τις μέχρι τώρα γνωστές μορφές του χορού δεν ξέρουμε ποια θα μπορούσε να ταιριάζει με τη συγκεκριμένη περιγραφή, ώστε να τον συνταυτίσουμε με τον αρχαίο πυρρίχιο.
Κατά καιρούς έχουν γραφτεί διάφορα, έχουν εκδοθεί και βιβλία ακόμη δίνοντας διάφορες ερμηνείες και σε πολλές περιπτώσεις συνταυτίζοντας το Ατσßαπάτ’ με τη Σέρα. Οι περισσότερες περιγραφές αναφέρονται στη σύγχρονη μορφή του χορού, η οποία στις περισσότερες περιπτώσεις δεν έχει καμία σχέση με την παραδοσιακή και βέβαια ποτέ δεν αναφέρεται η περιοχή στην οποίαν υποτίθεται ότι χορευόταν ο συγκεκριμένος χορός. Σήμερα υπάρχουν εφτά καταγραφές της παραδοσιακής μορφής του χορού στα τέσσερα dvdsτου Χορευτικού Ομίλου Ποντίων «Σέρρα», στη σειρά «Συμβολή στην έρευνα του Ποντικού Χορού», «Χοροί του Πόντου» και μάλιστα οι τρεις από το αρχείο της Δόρας Στράτου από το 1954 όπου χορεύουν άνθρωποι της πρώτης γενιάς. Οι έξι από αυτές τις μορφές δε χορεύονται σήμερα.
Ο χορός έχει διάφορες μορφές ανάλογα με την περιοχή που χορευότανε. Ως βάση έχει το Τρομαχτόν Τίκ (7/8 γοργό). Στην Τραπεζούντα τα πόδια σχεδόν δεν ξεκολλούσαν από το έδαφος και όλο το σώμα είχε ένα έντονο τρέμουλο, ενώ σε άλλες περιοχές τα πόδια σηκώνονταν με κάμψη των γονάτων ψηλά από το έδαφος. Στις περισσότερες περιοχές είχε μόνο μια φιγούρα η οποία μετά το σπάσιμο των χεριών (τσάκωμαν) και μετά το λύσιμο των ώμων (χάλαμαν) επαναλαμβανόταν τρεις φορές και επανέρχονταν οι χορευτές στο Τρομαχτόν Τικ’. Όλη αυτή η διαδικασία επαναλαμβανότανε συνήθως τρεις φορές κατόπιν παραγγέλματος και μετά τελείωνε ο χορός χωρίς να χρειάζεται το παράγγελμα πυρ, που συναντάμε στα συγκροτήματα σήμερα, γιατί δε σταματούσανε οι χορευτές ομοιόμορφα (βλέπε παραγγέλματα στο τέλος του χορού). Συνήθως σταματούσε η μουσική και τελείωνε ο χορός ή κουράζονταν οι χορευτές και αποχωρούσαν οπότε τελείωνε και ο χορός.
Στο βιβλίο που έγραψε ο Σάββας Ιωαννίδης, δάσκαλος στο Φροντιστήριον της Τραπεζούντας, διαβάζουμε:
«Εκτός από αυτούς τους χορούς υπάρχουν και άλλοι, όπως ο τρεμικτός (ή τρομαχτός), τον οποίον χορεύουν οι χορευτές με τρεμάμενα τα χέρια τους ή άλλα μέλη του σώματός τους, και άλλοι διάφοροι χοροί που εκτελούνται με μερικές τακτικές χειρονομίες, όμοιοι μ’ αυτούς που περιγράφονται από τον Ξενοφώντα. Τους χορούς όμως αυτούς τους χορεύουν οι άντρες μόνο στα πανηγύρια και μάλιστα χωρίς τις γυναίκες, ενώ δεν χορεύονται στους γάμους και στις οικογενειακές διασκεδάσεις».[8]
Διαβάζοντας αυτό το κείμενο εύκολα βγάζει κανείς το συμπέρασμα ότι ο χορός αυτός στον Πόντο πέραν του ότι δεν είχε τη σημερινή σύγχρονη μορφή δεν είχε και στη συνείδηση των ανθρώπων την έννοια που του δίνουμε σήμερα όπου σε κάθε ευκαιρία χορεύεται κατά κόρον από τους νέους και θεωρείτε η κορωνίδα των ποντιακών χορών.
Σύμφωνα με τα γραπτά κείμενα της πρώτης γενιάς ο χορός αυτός σε πολλά μέρη του Πόντου χορευότανε σπανίως και συνήθως στα πανηγύρια που γινότανε στα παρχάρια (εξοχές). Μάλιστα σε ορισμένες περιοχές όπως η Σάντα άρχισε να χορεύεται τα τελευταία χρόνια.
Βιβλιογραφία του χορού Σέρα
«Ο χορός όμως που ενθουσίαζε ιδιαίτερα και απαιτούσε εξαιρετική τεχνική ήταν η «σέρα» - ένας καθαρά αντρίκιος χορός, όπου οι χορευτές σχημάτιζαν πάλι κύκλο, αλλά σε μια στιγμή πεταγόντουσαν στη μέση δύο χορευτές, τραβούσαν τις κάμες και χόρευαν σταυρώνοντάς τις κάθε τόσο.
Ο ποντιακός «σέρα χορός» είναι ό,τι σοβαρότερο μπορεί να φανταστεί κανείς και ό,τι πιο αρρενωπό – μικρά βηματάκια τρεμουλιαστά, τα χέρια ψηλά κι απότομα κάτω, με αστραπιαίο λύγισμα των γονάτων, με αναπήδηση και πρωτόγονες κραυγές:
- Χά, χάάά!
Το κορμί τραμουλιάζει ολόκληρο, σείονται οι ώμοι, σείεται κεφάλι, σείεται το στήθος αλλά σοβαρά, αρρενωπά, ενώ τα πόδια μόλις πατούν την γη και δε λυγίζουν παρά μονάχα τη στιγμή που οι χορευτές θα σκύψουν - Χά, χάάά - σε μια ξέφρενη, αλλά αυστηρά πειθαρχημένη κίνηση».[9]
«Σέρα ή Σέρρα: χορός στον Πόντο. Λέγεται και: Κοτσαγκέλ’, Τρομαχτόν, Τιτρεμέ, Λάζικον. Συνηθίζεται να ακολουθείται, και από πολλούς θεωρείται, ο ίδιος χορός από μια χορευτική μονομαχία μεταξύ δύο χορευτών που λέγεται Πιτσάκοϊ ή Μαχαίρι. Ιδε και: Οφίτικον, Πιτσάκ-οϊν».[10]
Σάντα Πόντου:«εχόρευαν με τα τσαρούχßα κ’ εθάρ’νες τα ποδάριíα’ τουν ’ς σην ηήν ’κι πατούνε. Εζέλευαν ατ’ς κι οι αγούρ’. Αοίκον θάμαν χορόν κανείς ’κι εχόρευεν. ( Χορεύανε με τσαρούχια και νόμιζες τα πόδια τους δεν πατάνε στη γη. Τις ζηλεύανε και οι άντρες. Τέτοιο θαυμάσιο χορό κανείς δε χόρευε).Κι από τότε πολλά χρόνια δεν πέρασαν, στα 1903 στου Σαντά, στο χωριό Ισχανάντων, η Χάρη του Τεσάρ’ κι η αδελφή της η Παρθένα χόρευαν τον Σέρα χορόν με το λυράρη τον Τσιαρκιάζ’ το Γιάννη. Οι γάμοι χωρίς την Χάρη και την Παρθένα δε γινόνταν».[11]
«Στη Σάντα χορεύονταν εσχάτως και ο ανδρικός σέρα».[12]
«Εις την περιοχήν της Χαλδίας οΣέρα χορός ελέγετο «Λάζικον», εις άλλας δε περιοχάς και «τρομαχτόν». Η άποψις της ονομασίας του Πυρρίχιου χορού ως «Σέρα» εξηγείται ασφαλώς και εκ του γεγονότος, ότι πολλαχού της Ελλάδος έχομεν ονομασίας χορών εκ του τόπου καταγωγής των, όπως π.χ. Κρητικός, Καλαματιανός, Καστοριανός κ.λπ. Ούτω πως ο τοπικός χαρακτήρ, φαίνεται, με την πάροδον του χρόνου επεκράτησε της γενικής ονομασίας, εκ της μεγάλης φήμης της περιοχής των Πλατάνων».[13]
«Το λάζικον εχορεύετο κατά τόπους ποικιλοτρόπως και έφερε διάφορα ονόματα: 1) Ο καθ’ αυτό Σέρα, ανδροπρεπής ήρεμος και μάλλον σοβαρός, χορευόμενος κυρίως εις Θοανίαν (Τόν(γ)ια) και στην περιφέρειαν Αχτζαπάτ (Πλάτανα - Σέρα). 2) Το Λάζικον, με ταχύτερους και σπασμωδικάς κινήσεις. 3) Τ’ Οφίτικο. Παλαιότερα οι Οφίται εχόρευαν ένα είδος λάζικο όπου κατά ορισμένα διαστήματα εγονάτιζαν, ύψωναν τα χέρια και ανεσηκώνοντο πάλιν, ενώ ένας χορευτής τραγωδούσε και ανταπεκρίνετο ο άλλος. Τώρα φαίνεται ότι ο χορός αυτός εξέλιπε. 4) Μια παραλλαγή του Λάζικο ήτο που εχορεύετο χωρίς πολλές φιγούρες και τσακίσματα με επωδόν εις κάθε ημίστιχον ένα γυναικείο όνομα, π.χ. «Ε! τερελέρ! Τερελέρ!-Αϊσά! Νελέρ πιλίρουμ, νελέρ!-Φατιμά!» κ.τλ. 5) Το Σαρακοστιανόν, ελαφρό τρόμαγμα, σιγανό. Αντί των προς το έδαφος βιαίων πατημάτων και των σπασμωδικών κινήσεων των χειρών, εγίνοντο λικνιστικαί κινήσεις και βάδισμα, κατόπιν ύψωσις των χειρών και χορός κ.ο.κ. 6) Τ’ Αρδασινόν, υπέροχος χορός συνδυάζων τας ταχείας κινήσεις και την ευστροφίαν του Λάζικο με την χάριν του Σέρα, αποκρυστάλλωσις του πραγματικού αριστοκρατικού Σέρα με όλους τους κανόνας της τεχνικής αλλά και με κομψάς στολάς. 7)Τη Κώστερες, παραλλαγή του αρδασινού κ.ά. Ο χορός Σέρα, άγνωστον ποίον όνομα έφερε τότε, διεσώθη από τους εξισλαμισθέντας Έλληνας της Θοανίας και του Όφεως, οι οποίοι ως Τούρκοι εδικαιούντο να οπλοφορούν. Οι δούλοι Έλληνες περιωρίσθησαν εις το Τρομαχτόν. Όταν δε περί την τρίτην – τετάρτην εικοσιπενταετίαν της 19ης εκατονταετηρίδος ήρχισαν να οπλοφορούν, πάλιν επανέφεραν τον χορόν και ως ήτο επόμενον, διεκρίθησαν. Δέον δε να τονισθεί ότι το Λάζικον (Σέρα) εχορεύετο μόνον εις την περιφέρειαν Πλατάνων, Τραπεζούντος, Ματσούκαν, Τόνγιαν, Λαζιστάν, Τορούλ, Κρώμνην, Αργυρούπολιν, Γαράσαριν».[14]
«Κατά τον Ευγ. Δρεπανίδη, καθηγητή του γυμνασίου θηλέων Κιλκίς, ο πυρρίχιος χορός ονομάσθη σέρα, προφανώς διότι ούτος εχορεύετο πέριξ των ιερών δηλ. όρχησις είς ιερά. Κατά την εκφοράν των λέξεων εις ιερά το τελικόν της λέξεως «εις» σ, ηνώθη με τη λέξη ιερά και εκ τούτου προήλθενσιέρα. Ακολούθως απεβλήθη το ι και παρέμεινε το σέρα, με τον αναβιβασμόν δε του τόνου έγινε η «σέρα». Η ετυμολογική αυτή ερμηνεία του κ. Δρεπανίδη αν και εξηγεί επαρκώς την ονομασίαν «σέρα» μετά βεβαιότητος δε δυνάμεθα να την υιοθετήσουμε, διότι δεν γνωρίζουμε από πότε επεκράτησε ο όρος «Σέρα» (Εφημερίς Μακεδονία, 12.02.1975, σελ. 2). Πλέον πειστική είναι η άποψις του κ. Παμπούκη. Ο κ. Ι. Παμπούκης, διευθυντής Βιβλιοθήκης Ακαδημίας Αθηνών διατείνεται ότι η ονομασία του πυρρίχιου ως «Σέρρα» προέρχεται εκ της λατινικής λέξεως Serra– ae, ήτις σημαίνει πριόνι (αλυσίδα). Εκ του γεγονότος, ότι ο χορός ούτος εχορεύετο εν ταις πλατείαις των χωρίων του Πόντου υπό πολλών χορευτών (40-50 και πλέον ατόμων) σχηματιζόντων είδος αλυσίδος, ονομάσθη ο Πυρρίχιος χορός «Σέρρα». Ούτω λοιπόν η ονομασία «Σέρα» περισσότερον εκφωνικώς προσιτή, ήρχισε να επικρατή εις τα περισσοτέρους περιοχάς του Πόντου πλην όμως, όσοι εδίδουν την ονομασίαν αυτήν, όπως και σήμερον, εγνώριζον ότι ομιλούν και αναφέρονται εις τον πυρρίχιον χορόν».[15]
«…εν κύκλω χορευόμενος πολεμικός Σέρα – χορός, εις ον συνήθως λαμβάνουσι μέρος χορευταί φέροντες ολόκληρον την πανοπλίαν αυτών και ενδεδυμένοι την επιχώριον στολήν, τα ζίπκας. Το όνομα του χορού τούτου προέρχεται εκ του παρά τα Πλάτανα ποταμού Σέρα. Παρά τούτον υπάρχουσι δύο χωρία, ων οι κάτοικοι εφημίζοντο ως οι κάλλιστοι χορευταί του όντως δυσκολότατου αλλά και θεαματικότατου τούτου χορού.
Αι κατά πάσας τας διευθύνσεις κινήσεις του σώματος, η στενή προς αλλήλους των χορευτών σύσφιγξις, η βίαια προς το δάπεδον στροφή, των ποδιών οι κτύποι και των όπλων οι γδούποι, αι συσπάσεις των μυών του σώματος, ο ενθουσιασμός ο καταλαμβάνων τους χορευτάς, των θεωμένων αι επευφημίαι, η πανταχού εν είδει σπινθήρος μεταδιδομένη συγκίνησις, πάντα ταύτα προσδίδουσι τοιαύτην πρωτοτυπίαν και τοσαύτην αίγλην εις το χορευτικόν σύμπλεγμα, ώστε δικαίως θα ηδύνατό τις να κατατάξη τον Σέρρα-Χορόν μεταξύ των διασημοτέρων χορών ολοκλήρου του κόσμου».[16]
«Στην Τραπεζούντα ο ονομαστός νομάρχης της Καδρή Πασάς τόσο είχε ενθουσιαστεί από τον χορό, ώστε μισθοδοτούσε νέους άριστους χορευτές, που χόρευαν τον Σέρα στη διάρκεια των δεξιώσεων που έκανε, μπροστά στους προσερχόμενους επισήμους».[17]
«Ένα πρόβλημα σχετικά με τα ονόματα των χορών είναι το όνομα «Σέρα». Αυτός ο χορός ταυτίζεται από τους Ποντίους με τον αρχαίον ελληνικόν «Πυρρίχιον» χορόν. Την προέλευσιν της ονομασίας αυτής και οι αρχαίοι Έλληνες είχαν δυσκολία να προσδιορίσουν. Ομοίως και διά άλλους δημοτικούς ελληνικούς χορούς ισχυρίζονται ότι μόνοι αυτοί, ο καθένας ξεχωριστά, είναι ο πραγματικός αρχαίος Πυρρίχιος χορός, όπως οι Κρητικοί χοροί Πεντοζάλι, και Πηδηχτός, και ο Μυκονιάτικος Μπαλαριστός χορός οι οποίοι όμως όλοι ανεξαιρέτως έχουν διάφορον δομήν. Είναι πάρα πολύ προβληματική η απόδειξις της συνδέσεως των νέων ελληνικών χορών με τους αρχαίους, διότι δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία ώστε να γνωρίζομε την δομήν των αρχαίων χορών».[18]
Στο βιβλίο του Χρ. Σαμουηλίδη, «Οι ποντιακοί χοροί», που έχει εκδώσει ο Σύλ. Αργοναύται - Κομνηνοί, Αθήνα 2000, στη σελ. 13-14 διαβάζουμε:
…Τον ίδιο καιρό (400 π.χ.) μας δίνεται η πληροφορία ότι στον Ανατολικό Πόντο οι Χάλυβες και οι Μοσσύνοικοι χόρευαν με τα όπλα τους. Επίσης οι Μικρασιάτες Μυσοί χόρευαν πολεμικούς χορούς με τα όπλα τους. Μάλιστα, ο συγκεκριμένος Μυσός του Ξενοφώντα χόρεψε και έναν Περσικό χορό…
Από τη Νότια, λοιπόν, Ελλάδα (Αρκαδία), τη Βόρεια Ελλάδα (Αινιανή, Μαγνησία), τη θράκη, τη Μυσία, τον Ανατολικό Πόντο, ως την Περσία, έχουμε τη μαρτυρία του Ξενοφώντα ότι οι άντρες χόρευαν πολεμικούς χορούς. Ένας από αυτούς, που χόρεψε η χορεύτρια του Αρκάδα, ονομαζόταν Πυρρίχη, από το όνομα του Κρητικού Πυρρίχου που τον επινόησε. Με αυτά τα δεδομένα μπορούμε άραγε να συμπεράνουμε ότι η ποντιακοί Σέρα είχε Ελληνική καταγωγή; Ή μήπως είναι αυτοφυές προϊόν των γηγενών κατοίκων του Πόντου που, μαζί με τον εξελληνισμό τους, χάρισαν στους Έλληνες του Πόντου και το χορό τους; Νομίζω πως πιο λογικό είναι να παραδεχτούμε το δεύτερο, γιατί δεν έχουμε στοιχεία για το πρώτο. Άλλωστε η ονομασία του από τον τοπικό ποταμό Σέρρα των Πλατανών της Τραπεζούντας, καθώς και η δεύτερη «Λάζικον» και η Τρίτη Τονγιαλίδικον, ενισχύουν αυτήν την άποψη. Η ονομασία πυρρίχειος από τους λόγιους του Πόντου είναι σίγουρα αυθαίρετη και πρόσφατη, των αρχών του αιώνα, και πρέπει να σταματήσουμε να την χρησιμοποιούμε για λόγους σοβαρότητας, γιατί δεν προέρχεται από τη λαϊκή παράδοση των Ποντίων ούτε μαρτυρείται πουθενά σε παλαιότερα και αρχαία λόγια κείμενα.
Θα θέλαμε να προσθέσουμε, ωστόσο, ότι, γενικά, πιστεύουμε πως δεν έχει τόση σημασία αν ένας χορός είναι γηγενής ή επείσακτος σε μια χώρα για να χαρακτηριστεί εθνικός. Σημασία, προπάντων έχει από ποιους χορεύεται, αν αυτούς που τον χορεύουν τους εκφράζει, αν τον αγαπούνε, αν τον θεωρούν δικό τους και αν τον διατηρούν για πολλά χρόνια. Σ’ αυτήν την περίπτωση γίνεται και δικός τους, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του πολιτισμού τους, της πολιτιστικής τους παράδοσης και της πολιτιστικής τους ταυτότητας…
Παραγγέλματα του χορού Σέρα.
Ο χορός Σέρα είναι από τους λίγους χορούς του Πόντου που είχε παραγγέλματα και επιφωνήματα τα οποία δυστυχώς αντικαταστάθηκαν από μία και μόνο κραυγή. Τα συνηθέστερα ήταν:
* Ιέψ’τεν: αποκτείστε ομοιομορφία, συγχρονισθείτε (όταν υπήρχε διαφορά στις κινήσεις των χορευτών)
*Ουφάκ’
* Μπιρ ταχά: Μπιρ = ένα
* Το λάζ’: μάλλον από το Λάζικον
*Επάρτεí ατο κά’: πάρτε το κάτω - τσάκωμαν
* Τη κύρ’: ίσως από τη κυρού = του πατέρα
* Πουσßλούκ Όλμασουν: σημαίνει μη μου κάνεις μπαμπεσιές, μη διαφοροποιείσαι απ' τους άλλους.
*Αλάσßαα: που στα τουρκικά σημαίνει πάρτε το κάτω (τσάκωμαν)
* ’Σ σο γόνατον: στο γόνατο
* Χαζήρογλου: από τα Τούρκικα (χαζήρ = έτοιμο και το ογλού = υιός)
και τα επιφωνήματα που σε πλήρη διονυσιασμό ακούγονταν από τους χορευτές.
* Α-που-τα-ντα-νοντό (στην αρχή συλλαβιστά, μακρόσυρτα και μετά με κοφτό και επιτακτικό τρόπο
τις δύο τελευταίες συλλαβές) όπως και το:
* Ού-τιíα τιíα
* Α-μπου-νε-τό!!!! (συλλαβιστά, με θαυμαστικό τρόπο) όπως και το:
* Ο-πω-πω-πω-πώ!!!!
* Διάφορα σφυρίγματα κ.λπ.
Καθώς, Ωμουζά, ατσιλίν, αλ’ ασσιαγιά, μπιρ ταά, γιαλάν όλμασιν, χαπέρ βερ.[19]
Κατά τη διάρκεια του χορού πολλά άτομα συνεπαρμένα από την έξαρσή του, έβγαζαν διάφορα επιφωνήματα συνήθως κατά την εκτέλεση της «φιγούρας».
Όταν χόρευαν λίγα άτομα, το παράγγελμα δινότανε συνήθως από τον κοινώς αποδεκτά καλύτερο χορευτή που συνήθως χόρευε μπροστά, ενώ όταν χόρευαν πολλά άτομα σε κλειστό κύκλο δινότανε κατόπιν συνεννοήσεως για τον τρόπο, από τον ή τους οργανοπαίκτες που βρίσκονταν μέσα σε αυτόν.
Τα χέρια είναι πιασμένα από τις παλάμες στην ανάταση στα κινητικά μοτίβα του Τικ’ Τρομαχτόν (7/8) και κάθετα στο έδαφος κατά την εκτέλεση της «φυγούρας».
Ο ρυθμός του είναι επτάσημος 7/16 (2-2-3).
Μαρτυρία: σήμερα στην Τουρκία σε πολλές περιοχές ο χορός αυτός είναι γνωστός με την ελληνική ονομασία «χορόν». Στα Σούρμενα τον συναντήσαμε και με το όνομα «ατλαμασί = πηδηχτός» όπου σε ρυθμό 7/8 ξεκινούσε με αργή μορφή και σταδιακά κατέληγε σε γρήγορη. Με την ίδια μορφή τον συναντήσαμε με το όνομα «ατλαμάν = πήδημα».
Κοσμέτες Β΄
[1]Δ. Η. Οικονομίδης, 1923, «Από την ζωήν του Πόντου» Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος, εκδ. Δροσίνης Γ., Τυπ. «Εστία», Αθήναι, 1923, σελ 338-340.
[2]Κείμενο αγνώστου.
[3]Ο Πόντος: «Ιστορία, Λαογραφία και Πολιτισμός», τόμ. 2, εκδ. Μαλλιάρης Παιδεία, Θεσ/νίκη 1991, σελ. 608.
[4]Λαμπροπούλου Βούλα, «Η φιλοσοφία των φύλων», ό.ππ, σελ. 9.
[5]Καλεντερίδης Σάββας, «Ανατολικός Πόντος, ταξιδιωτικοί οδηγοί 17» σελ. 247.
[6]Ε.Π.Μ. - Αρχείον του Πόντου, «Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντιακής διαλέκτου», Άνθ. Παπαδόπουλου, παρ. 3, σελ. 273.
[7]Ποντιακή Εστία, τόμ. 78-79, σελ. 3747.
[8]Ιωαννίδης Σάββας, «Ιστορία και Στατιστική Τραπεζούντος και της περί ταύτην χώρας ως και τα περί της ενταύθα ελληνικής γλώσσης», εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1870 και επανεκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο των αδερφών Κυριακίδη στη Θεσσαλονίκη το 1988, σελ. 143.
[9]Ψαθάς Δημ., «Γη του Πόντου», σελ. 61.
[10]Ράφτης Άλκης, «Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού χορού», σελ. 573.
[11]Ράφτης Άλκης, «Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού χορού», (Λιανίδης 1988-89), σελ. 575.
[12]Ε.Π.Μ. - Αρχείον του Πόντου, (Αθανασιάδης Ευσ.), «Έθιμα Σάντας», τόμ. 11, σελ. 115.
[13]Ποντιακή Εστία, τόμ. 78-79, σελ. 3747.
[14]Ράφτης Άλκης, «Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού χορού», (Μελανοφρύδης 1956), σελ.574.
[15]Αθανασιάδης Αθ. Δημ., «Ο Πυρρίχιος Χορός», Έδεσσα 1975, σελ. 39-40.
[16]Παπαμιχαλόπουλος Κ., «Περιήγησις εις τον Πόντον», Αθήνα 1903, σελ. 224-226.
[17]Λύρα Χαϊδαρίου, Γαλανίδου - Μπαλφούσια Έλσα, τεύχος 52ο, 1994.
[18]Ε.Π.Μ. - Αρχείον του Πόντου, (TheodorePetrides), τόμ. 38, σελ. 649.
[19]Γρηγοριάδου Γρ. Γεωρ. «Ο Πόντος και το Καρς», σελ. 67.
15°C
Partly Cloudy
Humidity: 55%
Wind: 19.31 km/h
18°C 11°C
17°C 8°C