Από δημοσίευση του Νίκου Ζουρνατζίδη στην εφημερίδα Εύξεινος Πόντος
Συνοπτική ιστορία της περιοχής
Είναι σκόπιμο να σταθούμε για λίγο λεπτομερέστατα στο θέμα των μεταλλείων του Πόντου, γιατί έπαιξαν τον πιο αποφασιστικό ρόλο στην επιβίωση του ελληνισμού στον Εύξεινο Πόντο.
Στις μεταλλοφόρες περιοχές του Πόντου, όπου υπήρχαν κοιτάσματα αργύρου, μολύβδου, μαγγανίου, χαλκού, στύψης και χρυσού, από τους πρώτους κιόλας αιώνες της Τουρκοκρατίας, οι Σουλτάνοι Μουράτ Γ’ (1575 – 1595) και Μεχμέτ Γ’ (1595 – 1603), αλλά και άλλοι, πήραν τα παρακάτω μέτρα:
Α) Έθεσαν τα μεταλλεία στη δικαιοδοσία της κεντρικής εξουσίας, ορίζοντας ταυτόχρονα εκπρόσωπό τους, έναν ειδικό αξιωματούχο σε κάθε μεταλλείο, τον «Εμινέ».
Β) Απαγόρευσαν την ανάμιξη στη διοίκηση, τον έλεγχο και την εκμετάλλευση του μεταλλείου σε οποιονδήποτε στρατιωτικό ή πολιτικό τοπικό αξιωματούχο, καθορίζοντας συνάμα ειδικά προνόμια για τους εργαζόμενους εκεί Έλληνες τεχνίτες (απαλλαγή από ορισμένες φορολογίες, από αγγαρείες, από στρατολόγηση στα τάγματα των Γενιτσάρων κ.ά.).
Γ) Ανέθεσαν την τεχνική επίβλεψη, τον έλεγχο και τον προγραμματισμό των εργασιών του κάθε μεταλλείου σε Έλληνα αρχιμεταλλουργό. Η προνομιακή αυτή θέση των αρχιτεχνιτών κράτησε ως και τον 19ο αιώνα, μόνο που τότε ήταν σε παρακμή τα μεταλλεία και μόνο λίγα από αυτά λειτουργούσαν.
Τα παραπάνω μέτρα και προνόμια για τους μεταλλωρύχους και τα μεταλλεία είχαν τεράστια ευνοϊκά αποτελέσματα για τη διάσωση και στη συνέχεια, την πρόοδο των Ελλήνων του Πόντου. Και οι λόγοι είναι δύο: α) Γιατί τα περισσότερα και μεγαλύτερα μεταλλεία της Μικρασίας βρίσκονταν στον Ανατολικό Πόντο και β) γιατί οι Πόντιοι, από τον καιρό των Κομνηνών, αλλά και από αρχαιότατους χρόνους ήταν ειδικευμένοι στην εξόρυξη των μετάλλων από τη γη.
Οι Σουλτάνοι, λοιπόν, για να έχουν τη δυνατότητα να εκμεταλλεύονται τα κοιτάσματα των μεταλλείων στη χώρα που κατέκτησαν, δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να φερθούν φιλικά προς τους μόνους υπηκόους τους οι οποίοι ήξεραν να βγάζουν αυτά τα κοιτάσματα από τη γη, αλλά και να τα επεξεργάζονται σε πρώτη φάση. Οι ίδιοι οι Τούρκοι, σαν νομαδικός λαός αρχικά και πολεμικός σε τούτη την περίοδο, δεν γνώριζαν βέβαια καθόλου τη δουλειά του μεταλλευτή, αλλά ούτε και οι άλλοι κάτοικοι της Μικρασίας (Χρήστος Σαμουηλίδης, Ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού, σελ. 135-136). Αναφέρεται ότι κατά τον 17ο και 18ο αιώνα, η πλουσιότερη και πιο πολυάνθρωπη επαρχία της Μικρασίας ήταν η Χαλδία. Η παλιά μεσαιωνική πόλη βρισκόταν σε απόσταση μιας ώρας (4-5 χιλιόμετρα) και λεγόταν Τζάγχρα και Κάνις, από το όνομα του Κάνη ποταμού. Στα χρόνια της μεγάλης ακμής της η Αργυρούπολη είχε το δικαίωμα να τυπώνει και δικό της νόμισμα, ασημένιο.
Οι μεταλλωρύχοι, όπως είπαμε, απολάμβαναν πολλά προνόμια, ήταν σχεδόν αφορολόγητοι και απαλλαγμένοι από κάθε τουρκική καταδυνάστευση, είχαν όμως άλλους δυνάστες, τους Χριστιανούς αρχιμεταλλουργούς, τους «Ουσταμπασήδες»
Οι τελευταίοι τους προστάτευαν βέβαια από τους αλλόφυλους ξένους και εξωτερικούς καταπιεστές, αλλά επέβαλαν οι ίδιοι στους ομόφυλους και ομόδοξους το δικό τους ζυγό που συχνά, δεν ήταν μαλακότερος από τον ζυγό των Τούρκων.
Τα αίτια της παρακμής των μεγάλων μεταλλείων της Αργυρούπολης, κατά τη γνώμη του Περικλή Τριανταφυλλίδη (Τα Ποντικά, Αθήνα 1866) ήταν δύο: α) Το κυριότερο μεταλλείο απ’ όπου προερχόταν ο πλούτος της Πόλης, είχε πλημμυρίσει και απαιτούσε μεγάλη δαπάνη χρημάτων για να αδειάσει με αντλίες. Β)Η φυγή πολλών κατοίκων της περιοχής μετά το ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1828. Τους Ρώσους που προήλασαν και κατέλαβαν την Αργυρούπολη, τους επεφύλαξαν λαμπρή υποδοχή οι Έλληνες του τόπου. Λαός και Κλήρος, με επικεφαλής τον Μητροπολίτη Σίλβεστρο είχαν υποδεχτεί ως ελευθερωτές τους ομόδοξους στρατιώτες. Όταν όμως έγινε συνθήκη και τα ρωσικά στρατεύματα αποσύρθηκαν πολλοί Έλληνες της πόλης και των χωριών της περιφέρειας, φοβούμενοι την εκδίκηση των Τούρκων, ακολούθησαν το ρωσικό στρατό και εγκαταστάθηκαν πέρα από τα σύνορα της τουρκικής επικράτειας.
Ωστόσο, υπάρχει και ένα άλλο, τρίτο αίτιο που συνετέλεσε στην παρακμή των μεταλλείων. Πρόκειται για την κατάργηση, κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, των ειδικών προνομίων που είχαν οι μεταλλωρύχοι. Και ενώ παλαιότερα, στην ακμή των μεταλλείων η Αργυρούπολη αριθμούσε 7.000 σπίτια, το 1866 είχε μόνο 250.
Το μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα έφτασε μέχρι την περιφέρεια της Σαμψούντας και στις άλλες περιοχές του Δυτικού Πόντου, παράλιου και μεσόγειου. Εξάλλου, συμπαγείς μάζες μεταναστών επάνδρωσαν από καιρό και τα μεταλλεία όλης της Μικρασίας και του Καυκάσου. (Χρήστος Σαμουηλίδης, Ιστορία το Ποντιακού Ελληνισμού, σελ. 180 -181).
Η εγκατάσταση
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο συγγραφέας Γεώργιος Κανδυλάπτης – Κάνης στο βιβλίο του «Οι αρχιμεταλλουργοί» (Αλεξανδρούπολη 1929, σελ. 73 – 74), το σύνθημα της αρχικής μετανάστευσης των μεταλλωρύχων το έδωσε ένας ονόματι Φίλιππος από το Πατρίν, κοντά στην Κρώμνη, που πήγε και εγκαταστάθηκε στο Ακ Νταγ Ματέν της περιοχής Αγκυρας, όπου ανακάλυψε πλούσια μεταλλεία.
Τα μεταλλεία αυτά τα πλαισίωσαν αρχικά οι κρυφοχριστιανοί από το Σταυρίν και κατόπιν άλλοι παρόμοιοι από διάφορα μέρη του Πόντου. Το 1832 αρκετές οικογένειες έφυγαν προς τα νοτιοδυτικά όπου ίδρυσαν την ομώνυμη κοινότητα του Ακ Νταγ Ματέν.
Έτσι σχηματίστηκαν οι 22 ελληνικές κοινότητες που τα πρώτα χρόνια ασχολήθηκαν με τη γεωργία και τα μεταλλεία της περιοχής. Το 1880 όμως σταμάτησαν να λειτουργούν και οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να στραφούν προς τη γεωργία και το εμπόριο.
Το Ακ Νταγ Ματέν ήταν κωμόπολη της ομώνυμης επαρχίας βορειοδυτικά της Σεβάστειας. Διοικητικά ανήκε στην Αγκυρα (γι’ αυτό και ονομάστηκαν από τους υπόλοιπους Ποντίους Αγκαραλίδες) εκκλησιαστικά όμως υπάγονταν στην Μητρόπολη Χαλδίας (Αργυρούπολη).
Με την εγκατάσταση λοιπόν των ανθρώπων αυτών από διάφορα μέρη του Πόντου στη νέα τους εστία, με διαφορετική παράδοση και επηρεασμένοι από το Καππαδοκικό στοιχείο που είχε έντονη παρουσία στην περιοχή, η μουσικοχορευτική τους παράδοση απέκτησε όπως ήταν φυσικό μια νέα μορφή. Οι χοροί τους κράτησαν κάποια στοιχεία από την παραδοσιακή μορφή των ποντιακών χορών, προστέθηκαν όμως και νέα από τους χορούς της Καππαδοκίας.
Αυτό είχε σαν συνέπεια να δημιουργηθεί μια καινούρια συνισταμένη που δυστυχώς με τον ερχομό τους στην Ελλάδα δεν έγινε αρεστή από μεγάλη μερίδα του ποντιακού λαού. Μόνο τα τελευταία χρόνια άρχισαν οι χοροί αυτοί να χάνουν τον τοπικό τους χαρακτήρα και να γίνουν και κτήμα των υπολοίπων Ποντίων μέσα από τις παραστάσεις των χορευτικών συγκροτημάτων που τους ενέταξαν στο χορευτικό τους ρεπερτόριο.
Είναι οι μόνοι χοροί (πέραν των κάποιων μεμονωμένων Κοτσαγέλ’, Θήμιγμα (ν), Τσοκμέ κ.λπ.) που στο σύνολό τους χορεύονται σε ανοιχτό κύκλο, ενώ σε όλο τον υπόλοιπο Πόντο οι χοροί στην παραδοσιακή τους μορφή χορεύονταν σε κλειστό κύκλο.
Τα μουσικά όργανα του Ακ Νταγ Ματέν
Τα βασικά μουσικά όργανα της περιοχή είναι:
Α) Το Βιολί, το οποίο από τους περισσότερους οργανοπαίχτες παίζεται κάθετα όπως η Λύρα (Κεμετζές) με όργανο συνοδείας το Ούτι και σπανιότερα το Ντέφι.
Αυτό αντικατάστησε τον παλαιότερο Κεμανέ ή Κεμανί (στα τουρκικά σημαίνει Βιολί) που ήταν το βασικό όργανο της Καππαδοκίας.
Χορδίζεται κατά 4ες και 5ες καθαρές, και:
Β) Ο Ζουρνάς με όργανο συνοδείας το Νταούλι τα οποία χρησιμοποιούσαν συνήθως σε ανοιχτούς χώρους.
Χοροί του Ακ Νταγ Ματέν
1) Από παν’ και κα’.
Είναι μια μορφή τικ που στο ξεκίνημά του θυμίζει χασαποσέρβικο. Το πιάσιμο γίνεται από τους ώμους και είναι μεικτός. Χορεύεται κυκλικά και ο πρώτος κρατάει μαντήλι. Δεν έχει τραγούδι.
Ο ρυθμός είναι επτάσιμος 7/8 (2-2-3)
2) Γιουγαρλαντούμ ή Γιουβα(ρ)λάντουμ
Η ονομασία είναι τουρκική και σημαίνει κατρακύλισμα. Είναι μια παραλλαγή των χορών Φόνα της Αργυρούπολης, Κωνσταντίν Σάββας της Πάφρας, Τσοκμέ ή Σαρίκουζ μαντιλί του Καρς, Αρμενίτ’σσας της Γαλίαινας και Καβαζίτα της Κερασούντας. Τα χέρια είναι περασμένα κάτω από τις μασχάλες με λυγισμένους τους αγκώνες.
Ο πρώτος κρατάει μαντίλι και οδηγεί το χορό σε σχήμα σπείρας. Συνοδεύεται από τραγούδι στα τουρκικά.
Ο χορός είναι μεικτός και ο ρυθμός 4/4 (2-2)
3) Τερς
Η ονομασία του χορού σημαίνει ανάποδο (είναι τουρκική) γιατί ο χορός κινείται προς τα αριστερά. Είναι μια παραλλαγή του χορού Τρυγώνα του Ανατολικού Πόντου μόνο που έχει διαφορετική μουσική και ύφος. Ο τελευταίος που σέρνει το χορό τον οδηγεί σε ανάποδη σπείρα και μαζί με τον πρώτο κρατάνε μαντίλι. Είναι μεικτός.
Ο ρυθμός είναι πεντάσημος 5/8 (3-2)
4) Τιζ’
Είναι παραλλαγή του χορού Ομάλ (Καρς) με διαφορετική μουσική και ύφος. Χορεύεται κυκλικά με μικρά πλαϊνά βήματα, με έντονο τρέμουλο σε όλο το σώμα και ο πρώτος κρατάει μαντίλι. Τα χέρια είναι περασμένα κάτω από τις μασχάλες και πιάνονται από τις παλάμες με λυγισμένους τους αγκώνες.
Ο χορός είναι μεικτός και ο ρυθμός είναι 4/4 (2-2).
Συνοδεύεται από τραγούδι στην τουρκική γλώσσα.
5) Τικ (Αργόν)
Είναι μια μορφή Τικ που ξεκινάει σε πολύ αργό ρυθμό σηκώνοντας εν αλλάξ’ τα πόδια ψηλά (λιγότερο οι γυναίκες) και καταλήγει σιγά σιγά στον κανονικό ρυθμό. Η λαβή των χεριών γίνεται ή από τους ώμους όπως το Κότσαρι ή από τις παλάμες με λυγισμένους τους αγκώνες. Ο χορός είναι μεικτός, χορεύεται κυκλικά και ο πρώτος κρατάει μαντίλι.
Ο ρυθμός είναι 5/8 (3-2)
6) Τσαραχότ
Το Τσαραχότ είναι ένα χωριό της Κερασούντας. Ίσως κάποιοι κάτοικοι της περιοχής να κατάγονταν από αυτό το χωριό και να έδωσαν το όνομα του χωριού τους στο χορό, κάτι πολύ συνηθισμένο να παίρνουν οι χοροί ονομασίες χωριών π.χ., Κούσερα, Παϊπούρτ, Ατσαπάτ, Μαύρον Πεγάδ, Μουζενίτ’κον, κ.λπ. Ας μην ξεχνάμε ότι η παραλλαγή του χορού ονομάζεται και Κερασουντέϊκο ή Ομάλ Κερασούντας, κάτι που σημαίνει ότι ο χώρος καταγωγής του χορού είναι η Κερασούντα.
Είναι μια παραλλαγή του χορού Εμπρ’Οπίς με διαφορετική μουσική και ύφος (πιο κοφτό το ένα τριαράκι).
Συνοδεύεται από τραγούδι στην τουρκική γλώσσα. Χορεύεται κυκλικά και ο πρώτος κρατάει μαντίλι.
Ο ρυθμός είναι 9/8 (2-2-2-3)
7) Χαλάϊ
Είναι ένας αργός τελετουργικός χορός και είναι όμοιος με τον χορό Σεβασλή της Καππαδοκίας.
Ονομάζεται και Τσορούμ που είναι χωριό δυτικά της Αμάσειας απέναντι από το Χατζήκιοϊ που το αρχαίο ελληνικό του όνομα ήταν Ίβωρα. Σύμφωνα με τον Γιάννη Παπαδόπουλο, που κατάγεται από την ίδια περιοχή, το όνομα του ο χορός το πήρα από τα απόβλητα των μεταλλείων τα οποία ονομάζονταν τσορούφια. Χορεύεται κυκλικά, ο πρώτος κρατάει μαντίλι και συνοδεύεται από τραγούδι στα τουρκικά ή στα ποντιακά.
Ο ρυθμός είναι 4.4 (2-2)
Κοσμέτες Β’.
Υ.Γ. Θέλω να ευχαριστήσω τους φίλους Μάκη Πετρίδη και Χρήστο Θεοδωρίδη για την πολύτιμη βοήθεια στην περισυλλογή του υλικού των χορών, καθώς και τον Μιχάλη Καλιοντζίδη καθηγητή μουσικής που κατέγραψε τους ρυθμούς των χορών.
Από δημοσίευση του Νίκου Ζουρνατζίδη στην εφημερίδα Εύξεινος Πόντος
Συνοπτική ιστορία της περιοχής
Είναι σκόπιμο να σταθούμε για λίγο λεπτομερέστατα στο θέμα των μεταλλείων του Πόντου, γιατί έπαιξαν τον πιο αποφασιστικό ρόλο στην επιβίωση του ελληνισμού στον Εύξεινο Πόντο. Στις μεταλλοφόρες περιοχές του Πόντου, όπου υπήρχαν κοιτάσματα αργύρου, μολύβδου, μαγγανίου, χαλκού, στύψης και χρυσού, από τους πρώτους κιόλας αιώνες της Τουρκοκρατίας, οι Σουλτάνοι Μουράτ Γ’ (1575 – 1595) και Μεχμέτ Γ’ (1595 – 1603), αλλά και άλλοι, πήραν τα παρακάτω μέτρα:
Α) Έθεσαν τα μεταλλεία στη δικαιοδοσία της κεντρικής εξουσίας, ορίζοντας ταυτόχρονα εκπρόσωπό τους, έναν ειδικό αξιωματούχο σε κάθε μεταλλείο, τον «Εμινέ».
Β) Απαγόρευσαν την ανάμιξη στη διοίκηση, τον έλεγχο και την εκμετάλλευση του μεταλλείου σε οποιονδήποτε στρατιωτικό ή πολιτικό τοπικό αξιωματούχο, καθορίζοντας συνάμα ειδικά προνόμια για τους εργαζόμενους εκεί Έλληνες τεχνίτες (απαλλαγή από ορισμένες φορολογίες, από αγγαρείες, από στρατολόγηση στα τάγματα των Γενιτσάρων κ.ά.).
Γ) Ανέθεσαν την τεχνική επίβλεψη, τον έλεγχο και τον προγραμματισμό των εργασιών του κάθε μεταλλείου σε Έλληνα αρχιμεταλλουργό. Η προνομιακή αυτή θέση των αρχιτεχνιτών κράτησε ως και τον 19ο αιώνα, μόνο που τότε ήταν σε παρακμή τα μεταλλεία και μόνο λίγα από αυτά λειτουργούσαν.
Τα παραπάνω μέτρα και προνόμια για τους μεταλλωρύχους και τα μεταλλεία είχαν τεράστια ευνοϊκά αποτελέσματα για τη διάσωση και στη συνέχεια, την πρόοδο των Ελλήνων του Πόντου. Και οι λόγοι είναι δύο: α) Γιατί τα περισσότερα και μεγαλύτερα μεταλλεία της Μικρασίας βρίσκονταν στον Ανατολικό Πόντο και β) γιατί οι Πόντιοι, από τον καιρό των Κομνηνών, αλλά και από αρχαιότατους χρόνους ήταν ειδικευμένοι στην εξόρυξη των μετάλλων από τη γη.
Οι Σουλτάνοι, λοιπόν, για να έχουν τη δυνατότητα να εκμεταλλεύονται τα κοιτάσματα των μεταλλείων στη χώρα που κατέκτησαν, δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να φερθούν φιλικά προς τους μόνους υπηκόους τους οι οποίοι ήξεραν να βγάζουν αυτά τα κοιτάσματα από τη γη, αλλά και να τα επεξεργάζονται σε πρώτη φάση. Οι ίδιοι οι Τούρκοι, σαν νομαδικός λαός αρχικά και πολεμικός σε τούτη την περίοδο, δεν γνώριζαν βέβαια καθόλου τη δουλειά του μεταλλευτή, αλλά ούτε και οι άλλοι κάτοικοι της Μικρασίας (Χρήστος Σαμουηλίδης, Ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού, σελ. 135-136). Αναφέρεται ότι κατά τον 17ο και 18ο αιώνα, η πλουσιότερη και πιο πολυάνθρωπη επαρχία της Μικρασίας ήταν η Χαλδία. Η παλιά μεσαιωνική πόλη βρισκόταν σε απόσταση μιας ώρας (4-5 χιλιόμετρα) και λεγόταν Τζάγχρα και Κάνις, από το όνομα του Κάνη ποταμού. Στα χρόνια της μεγάλης ακμής της η Αργυρούπολη είχε το δικαίωμα να τυπώνει και δικό της νόμισμα, ασημένιο.
Οι μεταλλωρύχοι, όπως είπαμε, απολάμβαναν πολλά προνόμια, ήταν σχεδόν αφορολόγητοι και απαλλαγμένοι από κάθε τουρκική καταδυνάστευση, είχαν όμως άλλους δυνάστες, τους Χριστιανούς αρχιμεταλλουργούς, τους «Ουσταμπασήδες»
Οι τελευταίοι τους προστάτευαν βέβαια από τους αλλόφυλους ξένους και εξωτερικούς καταπιεστές, αλλά επέβαλαν οι ίδιοι στους ομόφυλους και ομόδοξους το δικό τους ζυγό που συχνά, δεν ήταν μαλακότερος από τον ζυγό των Τούρκων.
Τα αίτια της παρακμής των μεγάλων μεταλλείων της Αργυρούπολης, κατά τη γνώμη του Περικλή Τριανταφυλλίδη (Τα Ποντικά, Αθήνα 1866) ήταν δύο: α) Το κυριότερο μεταλλείο απ’ όπου προερχόταν ο πλούτος της Πόλης, είχε πλημμυρίσει και απαιτούσε μεγάλη δαπάνη χρημάτων για να αδειάσει με αντλίες. Β)Η φυγή πολλών κατοίκων της περιοχής μετά το ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1828. Τους Ρώσους που προήλασαν και κατέλαβαν την Αργυρούπολη, τους επεφύλαξαν λαμπρή υποδοχή οι Έλληνες του τόπου. Λαός και Κλήρος, με επικεφαλής τον Μητροπολίτη Σίλβεστρο είχαν υποδεχτεί ως ελευθερωτές τους ομόδοξους στρατιώτες. Όταν όμως έγινε συνθήκη και τα ρωσικά στρατεύματα αποσύρθηκαν πολλοί Έλληνες της πόλης και των χωριών της περιφέρειας, φοβούμενοι την εκδίκηση των Τούρκων, ακολούθησαν το ρωσικό στρατό και εγκαταστάθηκαν πέρα από τα σύνορα της τουρκικής επικράτειας.
Ωστόσο, υπάρχει και ένα άλλο, τρίτο αίτιο που συνετέλεσε στην παρακμή των μεταλλείων. Πρόκειται για την κατάργηση, κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, των ειδικών προνομίων που είχαν οι μεταλλωρύχοι. Και ενώ παλαιότερα, στην ακμή των μεταλλείων η Αργυρούπολη αριθμούσε 7.000 σπίτια, το 1866 είχε μόνο 250.
Το μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα έφτασε μέχρι την περιφέρεια της Σαμψούντας και στις άλλες περιοχές του Δυτικού Πόντου, παράλιου και μεσόγειου. Εξάλλου, συμπαγείς μάζες μεταναστών επάνδρωσαν από καιρό και τα μεταλλεία όλης της Μικρασίας και του Καυκάσου. (Χρήστος Σαμουηλίδης, Ιστορία το Ποντιακού Ελληνισμού, σελ. 180 -181).
Η εγκατάσταση
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο συγγραφέας Γεώργιος Κανδυλάπτης – Κάνης στο βιβλίο του «Οι αρχιμεταλλουργοί» (Αλεξανδρούπολη 1929, σελ. 73 – 74), το σύνθημα της αρχικής μετανάστευσης των μεταλλωρύχων το έδωσε ένας ονόματι Φίλιππος από το Πατρίν, κοντά στην Κρώμνη, που πήγε και εγκαταστάθηκε στο Ακ Νταγ Ματέν της περιοχής Αγκυρας, όπου ανακάλυψε πλούσια μεταλλεία.
Τα μεταλλεία αυτά τα πλαισίωσαν αρχικά οι κρυφοχριστιανοί από το Σταυρίν και κατόπιν άλλοι παρόμοιοι από διάφορα μέρη του Πόντου. Το 1832 αρκετές οικογένειες έφυγαν προς τα νοτιοδυτικά όπου ίδρυσαν την ομώνυμη κοινότητα του Ακ Νταγ Ματέν.
Έτσι σχηματίστηκαν οι 22 ελληνικές κοινότητες που τα πρώτα χρόνια ασχολήθηκαν με τη γεωργία και τα μεταλλεία της περιοχής. Το 1880 όμως σταμάτησαν να λειτουργούν και οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να στραφούν προς τη γεωργία και το εμπόριο.
Το Ακ Νταγ Ματέν ήταν κωμόπολη της ομώνυμης επαρχίας βορειοδυτικά της Σεβάστειας. Διοικητικά ανήκε στην Αγκυρα (γι’ αυτό και ονομάστηκαν από τους υπόλοιπους Ποντίους Αγκαραλίδες) εκκλησιαστικά όμως υπάγονταν στην Μητρόπολη Χαλδίας (Αργυρούπολη).
Με την εγκατάσταση λοιπόν των ανθρώπων αυτών από διάφορα μέρη του Πόντου στη νέα τους εστία, με διαφορετική παράδοση και επηρεασμένοι από το Καππαδοκικό στοιχείο που είχε έντονη παρουσία στην περιοχή, η μουσικοχορευτική τους παράδοση απέκτησε όπως ήταν φυσικό μια νέα μορφή. Οι χοροί τους κράτησαν κάποια στοιχεία από την παραδοσιακή μορφή των ποντιακών χορών, προστέθηκαν όμως και νέα από τους χορούς της Καππαδοκίας.
Αυτό είχε σαν συνέπεια να δημιουργηθεί μια καινούρια συνισταμένη που δυστυχώς με τον ερχομό τους στην Ελλάδα δεν έγινε αρεστή από μεγάλη μερίδα του ποντιακού λαού. Μόνο τα τελευταία χρόνια άρχισαν οι χοροί αυτοί να χάνουν τον τοπικό τους χαρακτήρα και να γίνουν και κτήμα των υπολοίπων Ποντίων μέσα από τις παραστάσεις των χορευτικών συγκροτημάτων που τους ενέταξαν στο χορευτικό τους ρεπερτόριο.
Είναι οι μόνοι χοροί (πέραν των κάποιων μεμονωμένων Κοτσαγέλ’, Θήμιγμα (ν), Τσοκμέ κ.λπ.) που στο σύνολό τους χορεύονται σε ανοιχτό κύκλο, ενώ σε όλο τον υπόλοιπο Πόντο οι χοροί στην παραδοσιακή τους μορφή χορεύονταν σε κλειστό κύκλο.
Τα μουσικά όργανα του Ακ Νταγ Ματέν
Τα βασικά μουσικά όργανα της περιοχή είναι:
Α) Το Βιολί, το οποίο από τους περισσότερους οργανοπαίχτες παίζεται κάθετα όπως η Λύρα (Κεμετζές) με όργανο συνοδείας το Ούτι και σπανιότερα το Ντέφι.
Αυτό αντικατάστησε τον παλαιότερο Κεμανέ ή Κεμανί (στα τουρκικά σημαίνει Βιολί) που ήταν το βασικό όργανο της Καππαδοκίας.
Χορδίζεται κατά 4ες και 5ες καθαρές, και:
Β) Ο Ζουρνάς με όργανο συνοδείας το Νταούλι τα οποία χρησιμοποιούσαν συνήθως σε ανοιχτούς χώρους.
Χοροί του Ακ Νταγ Ματέν
1) Από παν’ και κα’.
Είναι μια μορφή τικ που στο ξεκίνημά του θυμίζει χασαποσέρβικο. Το πιάσιμο γίνεται από τους ώμους και είναι μεικτός. Χορεύεται κυκλικά και ο πρώτος κρατάει μαντήλι. Δεν έχει τραγούδι.
Ο ρυθμός είναι επτάσιμος 7/8 (2-2-3)
2) Γιουγαρλαντούμ ή Γιουβα(ρ)λάντουμ
Η ονομασία είναι τουρκική και σημαίνει κατρακύλισμα. Είναι μια παραλλαγή των χορών Φόνα της Αργυρούπολης, Κωνσταντίν Σάββας της Πάφρας, Τσοκμέ ή Σαρίκουζ μαντιλί του Καρς, Αρμενίτ’σσας της Γαλίαινας και Καβαζίτα της Κερασούντας. Τα χέρια είναι περασμένα κάτω από τις μασχάλες με λυγισμένους τους αγκώνες.
Ο πρώτος κρατάει μαντίλι και οδηγεί το χορό σε σχήμα σπείρας. Συνοδεύεται από τραγούδι στα τουρκικά.
Ο χορός είναι μεικτός και ο ρυθμός 4/4 (2-2)
3) Τερς
Η ονομασία του χορού σημαίνει ανάποδο (είναι τουρκική) γιατί ο χορός κινείται προς τα αριστερά. Είναι μια παραλλαγή του χορού Τρυγώνα του Ανατολικού Πόντου μόνο που έχει διαφορετική μουσική και ύφος. Ο τελευταίος που σέρνει το χορό τον οδηγεί σε ανάποδη σπείρα και μαζί με τον πρώτο κρατάνε μαντίλι. Είναι μεικτός.
Ο ρυθμός είναι πεντάσημος 5/8 (3-2)
4) Τιζ’
Είναι παραλλαγή του χορού Ομάλ (Καρς) με διαφορετική μουσική και ύφος. Χορεύεται κυκλικά με μικρά πλαϊνά βήματα, με έντονο τρέμουλο σε όλο το σώμα και ο πρώτος κρατάει μαντίλι. Τα χέρια είναι περασμένα κάτω από τις μασχάλες και πιάνονται από τις παλάμες με λυγισμένους τους αγκώνες.
Ο χορός είναι μεικτός και ο ρυθμός είναι 4/4 (2-2).
Συνοδεύεται από τραγούδι στην τουρκική γλώσσα.
5) Τικ (Αργόν)
Είναι μια μορφή Τικ που ξεκινάει σε πολύ αργό ρυθμό σηκώνοντας εν αλλάξ’ τα πόδια ψηλά (λιγότερο οι γυναίκες) και καταλήγει σιγά σιγά στον κανονικό ρυθμό. Η λαβή των χεριών γίνεται ή από τους ώμους όπως το Κότσαρι ή από τις παλάμες με λυγισμένους τους αγκώνες. Ο χορός είναι μεικτός, χορεύεται κυκλικά και ο πρώτος κρατάει μαντίλι.
Ο ρυθμός είναι 5/8 (3-2)
6) Τσαραχότ
Το Τσαραχότ είναι ένα χωριό της Κερασούντας. Ίσως κάποιοι κάτοικοι της περιοχής να κατάγονταν από αυτό το χωριό και να έδωσαν το όνομα του χωριού τους στο χορό, κάτι πολύ συνηθισμένο να παίρνουν οι χοροί ονομασίες χωριών π.χ., Κούσερα, Παϊπούρτ, Ατσαπάτ, Μαύρον Πεγάδ, Μουζενίτ’κον, κ.λπ. Ας μην ξεχνάμε ότι η παραλλαγή του χορού ονομάζεται και Κερασουντέϊκο ή Ομάλ Κερασούντας, κάτι που σημαίνει ότι ο χώρος καταγωγής του χορού είναι η Κερασούντα.
Είναι μια παραλλαγή του χορού Εμπρ’Οπίς με διαφορετική μουσική και ύφος (πιο κοφτό το ένα τριαράκι).
Συνοδεύεται από τραγούδι στην τουρκική γλώσσα. Χορεύεται κυκλικά και ο πρώτος κρατάει μαντίλι.
Ο ρυθμός είναι 9/8 (2-2-2-3)
7) Χαλάϊ
Είναι ένας αργός τελετουργικός χορός και είναι όμοιος με τον χορό Σεβασλή της Καππαδοκίας.
Ονομάζεται και Τσορούμ που είναι χωριό δυτικά της Αμάσειας απέναντι από το Χατζήκιοϊ που το αρχαίο ελληνικό του όνομα ήταν Ίβωρα. Σύμφωνα με τον Γιάννη Παπαδόπουλο, που κατάγεται από την ίδια περιοχή, το όνομα του ο χορός το πήρα από τα απόβλητα των μεταλλείων τα οποία ονομάζονταν τσορούφια. Χορεύεται κυκλικά, ο πρώτος κρατάει μαντίλι και συνοδεύεται από τραγούδι στα τουρκικά ή στα ποντιακά.
Ο ρυθμός είναι 4.4 (2-2)
Κοσμέτες Β’.
Υ.Γ. Θέλω να ευχαριστήσω τους φίλους Μάκη Πετρίδη και Χρήστο Θεοδωρίδη για την πολύτιμη βοήθεια στην περισυλλογή του υλικού των χορών, καθώς και τον Μιχάλη Καλιοντζίδη καθηγητή μουσικής που κατέγραψε τους ρυθμούς των χορών.
Σχετικό βίντεο για το Akdagmadeni
15°C
Partly Cloudy
Humidity: 55%
Wind: 19.31 km/h
18°C 11°C
17°C 8°C