Το Μουσικό Όργανο Tου Πόντου «Κεμεντζέ» και η Ανδρική Ενδυμασία «Ζίπκα»
Εισήγηση του Νικ. Ζουρνατζίδη 1/4/2012 στην έδρα του Χορευτικού Ομίλου Ποντίων Μοσχάτου - Ταύρου «Σέρρα».
Στην προηγούμενη ακριβώς εισήγηση που έγινε πριν δύο εβδομάδες, αναφερθήκαμε μεμονωμένα στο χορό «Σέρα», ένα από τα τρία σύμβολα που σηματοδοτούν σήμερα τον Πόντο στη συνείδηση των ανθρώπων. Στη συνέχεια θα αναφερθούμε στα άλλα δύο, στον (στην) «Κεμεντζέ» κατά πρώτο λόγο και δεύτερον στην ανδρική ενδυμασία, τη «ζίπκα».
Όπως μαρτυρούν οι πρωτογενείς πηγές καθώς και το φωτογραφικό υλικό που μας έφερε η πρώτη γενιά, το μουσικό αυτό όργανο, δεν είχε πλήρη αποδοχή σε όλο τον Πόντο. Κάτ’ αρχήν το εγκατέλειψαν οι μεταλλωρύχοι του Κιουμούς Ματέν (μεταλλείο Αργυροχώματος), μετά την εγκατάστασή τους το 1800 στα νέα μεταλλεία που ανακαλύφθηκαν στην περιοχή του Δυτικού Πόντου, και οι μεταλλωρύχοι του Ακ Νταγ Ματέν (μεταλλείο Άσπρου Βουνού), όταν εγκαταστάθηκαν το 1832 στην περιοχή του Νοτιοδυτικού Πόντου. Είναι οι δύο περιοχές που επηρεάστηκαν έντονα από το νέο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, αφού υιοθέτησαν το μουσικό όργανο της Καππαδοκίας, τον (την) Κεμανέ (ή), μια περιοχή με πολύ ισχυρή μουσικοχορευτική παράδοση. Ιδικά οι δεύτεροι και χορευτικά αφού βρίσκουμε και κοινούς χορούς με τους Καππαδόκες. Το όργανο αυτό το συναντάμε και σε άλλες περιοχές του Πόντου όπως: στην Πάφρα, στο Ατά Παζάρ (που αν και βρίσκετε έξω από την Κωνσταντινούπολη ζούσαν πολύ πόντιοι εκεί), στη Σαμψούντα, στη Νικόπολη, στα Κοτύωρα, στο Καρς κ.λπ.
Στον Ελλαδικό χώρο για πάρα πολλά χρόνια ήταν σχεδόν άγνωστο και μόνο τα τελευταία χρόνια παρουσιάζετε από κάποια χορευτικά συγκροτήματα στις παραστάσεις τους. Καταλυτικό ρόλο στην επανεμφάνισή του έπαιξε ο Γιώργος Πουλαντζακλής από την Ακρινή Κοζάνης του οποίου ο παππούς έπαιζε και αυτός Κεμανή. Μάλιστα είναι ο μόνος που χρησιμοποιεί το κανονικό ιδιαίτερα τοξωτό δοξάρι που του επιτρέπει να παίζει τριχορδίες και τετραχορδίες ακόμη και όχι διχορδίες όπως με το δοξάρι της λύρας. Μια τεχνική που δίνει ιδιαίτερο μουσικό όγκο στον ήχο του οργάνου αυτού.
Ο Κεμεντζæές ή η Κεμεντζæέ
Ο Πόντιοι είναι οι μόνοι Έλληνες που εξακολουθούν να χρησιμοποιούν εδώ και πολλούς αιώνες τα ίδια μουσικά όργανα, τα οποία κατασκευάζουν με τον ίδιο τρόπο (δεν είναι βιομηχανοποιημένα), όπως οι πρόγονοί τους, και μάλιστα πολλές φορές πολλά από αυτά μέχρι πρότινος τα κατασκεύαζαν οι ίδιοι οι οργανοπαίχτες, συνήθως οι ερασιτέχνες. Βέβαια, σήμερα υπάρχουν αρκετοί που έχουν εξειδικευτεί στην κατασκευή συγκεκριμένων ειδών. Άλλοι τα κατασκευάζουν από καθαρά ρομαντική διάθεση και άλλοι για βιοποριστικούς λόγους. Από αυτούς αγοράζουν σήμερα οι επαγγελματίες και όχι μόνο.
Η λύρα είναι το βασικότερο μουσικό όργανο των Ποντίων. Σύμφωνα με τον Παύλο Χαιρόπουλο η καταγωγή της ανάγεται στην Μεσοποταμία, στην Αίγυπτο και στην Ελλάδα και ότι στον Καύκασο υπήρχε όργανο με το όνομα «Καμάντσιες». Σύμφωνα με τον Φοίβο Ανογιαννάκη υπήρχε και στην Περσία όργανο με την ονομασία «Καμάντσια». Ίσως από τις ονομασίες αυτές να προέρχεται και το όνομα «Κεμεντζæέ».
«…Η καμάντσια ήταν ένα είδος λύρας στο Ιράν, Ιράκ, Β. Αφγανιστάν, Κ. Ασία και αλλού. Έφθασε στο Βυζάντιο τον 11ο, 12ο, και 15ο αι.
…Κατά κανόνα ο τρόπος παιξίματος της ποντιακής λύρας είναι η συγχορδία. Όλη η δομή της ποντιακής λύρας εμφανίζει χαρακτηριστικά στοιχεία βυζαντινής προέλευσης. Η μακρύτερη προέλευσή της ανάγεται στη μυθική εποχή. Η ποντιακή λύρα είναι εφεύρεση των Ελλήνων του Πόντου, οι οποίοι τη μετέφεραν στην Ελλάδα μετά τον ξεριζωμό τους το 1922-23. Σχεδόν ίδιο σχήμα έχει και η λύρα των ελληνόφωνων, κυρίως, κατοίκων του σημερινού Πόντου. Το ηχείο της λύρας αυτής δεν είναι πολύ βαθύ. Η ποντιακή λύρα είναι μελωδικό όργανο, που έχει ρυθμική ποικιλία και ιδιομορφία. Τα τραγούδια επικού περιεχομένου (ακριτικά, πρωτοεμφανίστηκαν στον Πόντο και στην Καππαδοκία) αποδίδονται εκπληκτικά από τη λύρα αυτή. Η ποντιακή λύρα κατασκευάστηκε μετά το 10ο αι. μ.Χ.».
(Χαιρόπουλου Δ. Π., "Η Λύρα", Εκδ. Αφών Κυριακίδη Α.Ε. Θεσ/νίκη 1994).
Εδώ πρέπει να αναφέρω ότι σε μια επίσκεψή μου σε μουσείο στο Ν. Δελχί της Ινδίας τον Ιανουάριο του 1973 είδα τρεις λύρες που παρέπεμπαν στην Ποντιακή, σε μεγαλύτερο μέγεθος, πιο χοντροκομμένες, με χορδές από έντερα ζώων όπως ήτανε οι χορδές παλιά. Φαίνεται ότι το όργανο αυτό, ή κάποια παρόμοια ήταν διαδεδομένα σε όλη αυτή την περιοχή. Ανήκει στην κατηγορία των φιαλόσχημων λυρών.
Ας δούμε όμως την εξέλιξη της ποντιακής μουσικής.
Ο σημερινός τρόπος παιξίματος της λύρας διαφέρει από τον παραδοσιακό. Αυτή η αλλαγή οφείλεται στην εμφάνιση στο ποντιακό μουσικό στερέωμα του Γιώργου Πετρίδη (Γώγος), ο οποίος αντικατέστησε την παλινδρομική παραδοσιακή δοξαριά με «δοξαριές στον κατάλληλο χρόνο που απαιτούσε η μελωδία, δίνοντας ταυτόχρονα διαύγεια στα μουσικά μοτίβα. (Δεν αλλοίωσε τη δομή και το ύφος των μελωδιών)». Μιχάλης Καλιοντζίδης.
Με τον τρόπο αυτό κατόρθωσε να δώσει μία άλλη διάσταση στο ηχόχρωμα της παραδοσιακής ποντιακής μουσικής κάτι που έγινε αποδεκτό από όλον σχεδόν τον ποντιακό πληθυσμό και μη. Είναι ο τρόπος παιξίματος που υιοθέτησαν όλοι οι νέοι σύγχρονοι λυράρηδες και σήμερα θεωρείται απόλυτα παραδοσιακός. Όσον αφόρα τη δική μου φιλοσοφία, θα τον κατέγραφα ως τον τελειότερο δεξιοτέχνη της σύγχρονης ποντιακής μουσικής έκφρασης, ο οποίος έδωσε άλλη διάσταση στα ποντιακά μουσικά δρώμενα. Είναι ο άνθρωπος, ο οποίος κατόρθωσε να χωρίσει την ποντιακή μουσική στην προ και μετά Γώγου εποχή. Ως καθαρά παραδοσιακούς με την έννοια της μορφής που είχε η μουσική στον Πόντο θα κατέγραφα: το Σταύρη Πετρίδη (Όλασα) πατέρα του Γώγου, τον Νίκο Παπαβραμίδη (Κρώμνη), το Σημαιοφορίδη Χρήστο (Μπαϊραχτάρης) από την Κρώμνη, τον Αθανασιάδη Απόστολο (Αποστολίκας από Ματσούκα), τον Αϊβαζίδη Χρήστο (Αϊβάης από Αργαλί Τραπεζούντας), τον Ταυρίδη Μίτιíα (από Ρωσία) και πολλούς άλλους οι οποίοι χρησιμοποιούσαν την παλινδρομική δοξαριά, οι λεγόμενοι σήμερα χουζαρτζæήδες. Νομίζω ότι την ωραιότερη εξήγηση για το φαινόμενο «Γώγος», την έδωσε ο λαογράφος Στάθης Ευσταθιάδης στο χωριό μου, όταν είχε έρθει πριν από μερικά χρόνια, σε μια συζήτηση που είχαμε στο καφενείο. Όταν του είπα ότι εμένα ο Σταύρης μου άρεσε περισσότερο από το Γώγο, μου είπε: «ο Σταύρης ήταν σαν το άγριο τριαντάφυλλο στο βουνό, που μπορεί να περνούσες από εκατό μέτρα μακριά αλλά έπαιρνες τη μυρωδιά του. Ο Γώγος ήταν σαν ένα τεράστιο τριαντάφυλλο, που έλεγες: «τι όμορφο που είναι αλλά το έφτιαξαν οι γεωπόνοι».
Η μουσική σήμερα έγινε πιο έντεχνη, καθιερώθηκε η νέα μορφή και βεβαίως έγινε πιο ευήκοη.
Εάν ήταν δυνατόν σήμερα να βρεθεί ένας τρόπος να επιστρέψουμε στη μορφή της παραδοσιακής ποντιακής μουσικής, νομίζω πως πολύ λίγοι ρομαντικοί γνώστες της παράδοσης θα κάθονταν να την ακούσουν. Από τη στιγμή όμως που ένας ολόκληρος λαός αποδέχθηκε την καινούργια μορφή, η γνώμη των «ειδικών» περιττεύει. Για τις νέες γενιές αυτή είναι η παραδοσιακή ποντιακή μουσική.
Ένας από τους νέους λυράρηδες τρίτης γενιάς που εξακολουθούν να επιμένουν στον παραδοσιακό τρόπο παιξίματος της ποντιακής λύρας είναι ο Αντώνης Παπαδόπουλος από την Αμφίπολη Σερρών με καταγωγή από το Ακ Νταγ Ματέν. Ελπίζω να βγει και κάποιος νέος αξιόλογος λυράρης από τους μαθητές του, ώστε να έχουμε και αυτή τη μορφή παιξίματος, για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι, άσχετα αν δεν αρέσει στους περισσότερους.
Ο παραδοσιακός τρόπος παιξίματος ήταν η παλινδρομική δοξαριά και ο πολύ απλοποιημένος τρόπος παιξίματος (χωρίς ιδιαίτερη τεχνική-τρίλιζες). Ο τρόπος αυτός όμως παρουσίαζε ένα εκπληκτικό φαινόμενο στους κεμετζæετζæήδες, αυτό του διονυσιασμού, που ήταν ζωγραφισμένος στο πρόσωπό τους και μπορούσε να παρασύρει και τον πιο αδιάφορο ακροατή - θεατή. Με το παίξιμό τους, με το τραγούδι τους, με τις λεκτικές προτροπές τους μπορούσαν να ξεσηκώνουν τα πλήθη και να δημιουργούν έναν άκρατο διονυσιασμό, ιδανικό για την τέλεια διασκέδαση. Ο λυράρης με τη λύρα του στο χέρι κινούταν μέσα στο χορό παίζοντας τη λύρα, πότε ψηλά πάνω από το κεφάλι του, πότε χαμηλά και πότε πίσω από την πλάτη του. Επιφορτισμένος να κατευθύνει τον χορό και μια ολόκληρη διασκέδαση χωρίς μηχανήματα ήχου, ήταν αναγκασμένος να κινείται συνεχώς, ώστε να τον ακούν - έστω και διαδοχικά - όλοι όταν ο κύκλος του χορού ήταν μεγάλος. Με τον ίδιο τρόπο λειτουργούσε και μέσα στις παρέες στα μουχαπέτιíα (παρεΐστικη διασκέδαση όπου κυρίαρχο ρόλο έπαιζε το τραγούδι). Δεν ήταν σπάνιο το φαινόμενο να βλέπεις το λυράρη να ξαπλώνει στο έδαφος με τη λύρα του χωρίς να σταματάει να παίζει. Αυτού του είδους οι λυράρηδες ήταν περιζήτητοι και αυτοί που εισέπρατταν τα περισσότερα φιλοδωρήματα. Βέβαια, αφού λειτουργούσαν με αυτόν τον τρόπο ήταν αδύνατον να τελειοποιήσουν την τεχνική τους και ο τρόπος παιξίματός τους έμεινε στάσιμος και πανομοιότυπος για πάρα πολλά χρόνια. Άλλωστε δεν υπήρχαν αποκλειστικά επαγγελματίες οργανοπαίχτες στον Πόντο με τη σημερινή έννοια του όρου. Οι περισσότεροι έπαιζαν για προσωπική τους ευχαρίστηση και περιστασιακά σε διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις.
Σήμερα, με την ύπαρξη μηχανημάτων ήχου, οι λυράρηδες κάθονται αναπαυτικά στην καρέκλα τους, τελειοποίησαν την τεχνική τους και έδωσαν μια υπέρμετρη ταχύτητα στους χορούς και στα τραγούδια, κάτι που δεν έχει σχέση με την παραδοσιακή μορφή. Πέραν αυτού όμως, εκείνο που για μένα είναι τραγικό και μου λείπει σε μεγάλο βαθμό, είναι ο διονυσιασμός στο πρόσωπο του λυράρη, ο οποίος αντικαταστάθηκε στους περισσότερους με ένα κέρινο ανέκφραστο προσωπείο. Βέβαια, μεγάλο ρόλο σε αυτό έπαιξε όπως αναφέραμε ποιο πάνω η ύπαρξη των μηχανημάτων ήχου, τα οποία επέβαλαν την ακινησία.
…«Οι οργανοπαίχται γυρίζουν εις το σπίτι του γαμβρού όπου το γλέντι και ο χορός συνεχίζεται μέχρι τα μεσάνυχτα με την ποντιακήν λύραν. Ενθυμούμαι μικρός ακόμη, μόλις 14 ετών, τον φημισμένον παίκτην της λύρας Δημήτριον Θεοδοσιάδην ή Τισλένον, επάνω σε ένα δώμα να τρέχει σαν σβούρα μπροστά στους χορευτές και να τραγωδεί «γιατατέν την Ελενίτσα»…[1]
«Ο λυράρης συνοδεύει του ποντιακούς χορούς με την τρίχορδη λύραν του. Εάν ο χορός συνοδεύεται από τραγούδι, αρχίζει και τραγουδεί. Πολλάκις ο χορός του δημιουργεί διάφορα συναισθήματα και αρχίζει να χορεύει και αυτός με την λύραν του.
Όταν μένη όρθιος εις μίαν θέσιν, χτυπά ρυθμικά το πόδι του. Συχνά ευρίσκεται εις έκστασιν. Τρέχει από το ένα άκρον του χορού εις το άλλο και από τον έναν χορευτήν εις τον άλλον.
Κινεί την κεφαλήν του αριστερά και δεξιά, πηδά και αυτός μαζί με τους χορευτάς ρυθμικώς, ζει τας χορευτικάς κινήσεις του χορού και εις ωρισμένους χορούς, που τα πηδήματά των ομοιάζουν με πηδήματα Βακχικού χορού, τρέχει δεξιά και αριστερά φωνάζει και κυριαρχείται από ένα είδος Διονυσιασμού».[2]
«…Το μεγάλο ταλέντο του Τσ^ορτάν (γεν. το 1900 στην ενόρια Πιστοφάντον της Σάντας του Πόντου) όπως διηγούνται οι παλιοί, δεν ήταν τόσο το παίξιμό του αυτό καθ’ εαυτό, όσο η μοναδική ικανότητα που διέθετε στο στήσιμο του χορού. Εξαιρετικός τραγουδιστής και χαρισματικός στιχοπλόκος, μικροκαμωμένος και αεικίνητος, γύριζε «άμον ζυγοΰρα[3] απέσ’ σο χορόν», καθοδηγώντας τους χορευτές. Ηλικιωμένοι συγχωριανοί του θυμόντουσαν ότι τη δεκαετία του ’30 «εγούρευεν» χορούς έξι κύκλων, τους οποίους κατόρθωνε να συντονίζει τέλεια παρά την απουσία ηχητικών εγκαταστάσεων».[4]
Χαρακτηριστικό επίσης της εποχής μας είναι και το γεγονός ότι σε μια εκδήλωση συμμετέχουν πολλοί καλλιτέχνες, κάτι που ανεβάζει το κόστος. Δε θα ξεχάσω τα «ιερά τέρατα» της ποντιακής μουσικής (Γώγος ή Γιωργούλης Κουγιουμτζίδης - Χρύσανθος) που ξεκινούσαν να παίζουν μουσική από το βράδυ μέχρι την άλλη μέρα το πρωί με μία λύρα και τραγούδι, ενώ σήμερα, για να βγάλεις μια βραδιά χρειάζεσαι οπωσδήποτε και δεύτερο, το λιγότερο, τραγουδιστή και λυράρη και μάλιστα απαραιτήτως και αρμόνιο λες και τα συγκερασμένα όργανα έχουν καμία σχέση με τα ασυγκέραστα.
Σήμερα η λύρα θεωρείτε από τους πόντιους και όχι μόνο, το κατεξοχήν κυρίαρχο μουσικό όργανο του Πόντου.
Η Ανδρική Ενδυμασία «Ζίπκα»
Ας περάσουμε τώρα στο δεύτερο μέρος της εισήγησης που είναι η ανδρική ενδυμασία, Ζίπκα.
Οι πρωτογενείς πηγές που έχουμε από γραπτά κείμενα της πρώτης γενιάς μας λένε ότι:
«Άξιον παρατηρήσεως προσέτι ενταύθα είναι, ότι υπήρξαν περίοδοι της τουρκοκρατίας, καθ’ άς, εν ω η
ενδυμασία των Ποντίων ανδρών δεν διέφερε σχεδόν της των Τούρκων, δεν επετρέπετο να έχη αύτη χρώμα πράσινον, κίτρινον, ή και κόκκινον, ως και εν Μ. Ασία καθόλου. Μείζονα ελευθερίαν περί την εκλογήν του είδους και τον τρόπον της κατασκευής των ενδυμάτων, ως και τον χρωματισμόν αυτών, είχον αι Ελληνίδες και δια τούτο η ενδυμασία αυτών φέρει μεν και αυτή χαρακτήρα Ανατολικόν, δε φαίνεται όμως επηρεασθείσα πολύ εκ της των Οθωμανίδων, το δε πολυτελές αυτής δύναται ν’ αναχθεί εις τους προ της τουρκοκρατίας χρόνους της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντος, ότε αύτη ακμάζουσα εμπορικώς εχρησίμευεν ως εργαστήριον κοινόν ή εμπόριον της οικουμένης απάσης καθ’ α ιστορεί και ο Βησσαρίων εν τω εις Τραπεζούντα εγκώμιω αυτού (εκδ, Σ.Π. Λάμπρου σελ. 20, εν Αθήναις 1919) και εισήγοντο ενταύθα προς πώλησιν ου μόνον υπό των Γενουηνσίων και Ενετών μεταξύ άλλων και διάφορα μεταξωτά, αλλά και εκ της Περσίας και της Αιγύπτου ενδυμασίαι, εκ της Κιλικίας διάφορα υφάσματα και αλλαχόθεν σηρικά, ως παραδίδει ο αυτός Βησσαρίων (ενθ’ ανωτ. σ. 20) λέγων «Μηδική τε … εσθής και Αιγύπτιος και τα Σηρών νήματα… και τα Κιλίκων υφάσματα ουκ ελάττω παρ’ ημίν ή παρ’ οις φύονται». Και ουδόλως απίθανον, ότι δια της εμπορικής επικοινωνίας των Τραπεζουντίων κατά τον μεσαίωνα μετά της απωτέρας Ανατολής πολλά και διάφορα εκείνης προϊόντα, εν οις και εις την αμφίεσιν χρήσιμα, εισίγοντο εις την αγοράν τούτων. Αλλά και βραδύτερον η ακμή και ο πλούτος των αρχιμεταλλουργών της Χαλδίας επί τουρκοκρατίας ουκ ολίγον συνετέλεσεν όπως εκ Δαμασκού της Συρίας, Χαλεπίου της Μεσοποταμίας και Τριπόλεως της Αφρικής εισάγονται έξοχα μεταξωτά, οίον κουτνία, gεζία, ζώναι λεγόμεναι τραπουλούζ’, προς κατασκευήν γυναικείων ιδίως ενδυμάτων και χρυσοΰφαντα ωσαύτως, ως λεγόμενον σεβαΐν και άλλα, εξ ων κατασκευάζοντο ού μόνον ζιπούναι ανδρικαί και γυναικείαι και σαλβάρια γυναικεία αλλά και στολαί ιερατικοί, εκ της Λαχόρης, περιωνύμου πόλεως του Θιβέτ, προήρχετο το περίφημον λεπτόν μάλλινον ύφασμα, εξ ου έλαβε το όνομα και το λεγόμενον λαχόρ’ ζωνάρ’. Φυσικόν δε ήτο όπως οι αρχιμεταλλουργοί[5] ως προνομιούχοι και βαθύπλουτοι εν χλιδή ζώντες πολυτελώς ενδύονται, ανάλογον δε φέρωσιν αμφίεσιν και αι γυναίκες αυτών και κοσμήματα βαρύτιμα, τούθ’ όπερ εφιλοτιμούντο να μιμώνται και αι άλλαι κοινωνικαί τάξεις αναλόγως προς την θέσιν αυτών και την οικονομικήν ευεξίαν των. Εννοείται, ότι όμοια σχεδόν προς την των Ελλήνων ενδυμασίαν ήτο και η των Αρμενίων της χώρας ταύτης.
Η εν Πόντω ανδρική των Ελλήνων ενδυμασία, της οποίας ολίγον παραλλάσσει η τοιαύτη των εν Μ. Ασία ομογενών, παρουσιάζει ομοιότητά τινα προς την των Χίων, Κρητών και άλλων νησιωτών μετά της διαφοράς, ότι η παρ’ αυτής βράκα εις τα σκέλη είναι βραχυτέρα του ποντιακού σαλβαρίου φθάνουσα μέχρι των γονάτων (ως και εν Σάντα του Πόντου), εις το μέσον δε εκ των πτυχών των συσσωρευομένων έμπροσθεν και όπισθεν σχηματίζει ουράν εκτεινόμενη και κάτωθεν των γονάτων, αντί του εν Πόντω ισλικίου φέρουν ούτοι είδος γελεκίου κουμβωνομένου με κομβία πλαγίως και περί το φέσιον δένουν τσίτι διπλωμένον (ως και ενιαχού του Πόντου παρετηρείτο και τούτο). Προς δε την γυναικίαν των Ποντίων ενδυμασίαν ομοιότητά τινα παρουσιάζει η τοιαύτη ενιαχού της Κύπρου φερομένη…».[6]
Υπάρχουν πολλές αντιρρήσεις από πάρα πολλούς Πόντιους οι οποίοι ασχολούνται με την ποντιακή παράδοση κατά πόσον η βράκα και το φέσι που χρησιμοποιούν στις παραστάσεις τους ελάχιστα χορευτικά συγκροτήματα μεταξύ των οποίων και ο Χορευτικός Όμιλος Ποντίων Σέρρα είναι ποντιακή ενδυμασία. Πολλοί ισχυρίζονται ότι επιβλήθηκε σαν ένδυμα στους Ποντίους. Τα παρακάτω κείμενα τεκμηριώνουν ότι η ενδυμασία υπήρχε και ότι το φιρμάνι του Σουλτάνου απαγόρευσε μόνο τη χρήση κάποιων χρωματισμών (πράσινο, κίτρινο, κόκκινο) που είχε το δικαίωμα να χρησιμοποιεί μόνο το μουσουλμανικό στοιχείο. Και αυτό μόνο στην ανδρική ενδυμασία για να ξεχωρίζουν οι χριστιανοί από τους μουσουλμάνους.
Ας δούμε τη λέει για το συγκεκριμένο θέμα η πρώτη γενιά.
1. Ο πατέρας της ποντιακής λαογραφίας Δ.Η. Οικονομίδης, Ε.Π.Μ. «Αρχείον Πόντου», τομ. 2ος 1929.
«Την ζίπκαν εφόρουν ανέκαθεν οι Λαζοι, παρ’ αυτών δε παρέλαβον ταύτην και ημέτεροι από τας περιφερείας της Κρώμνης, Σάντας, Τραπεζούντος και Αμάσειας».
2. Ανδ. Σπυράντης, «Συμβολή εις τα λαογραφικά της Σάντας του Πόντου».
«Η φερόμενη ως εθνική ενδυμασία των Ποντίων Ζίπκα-Κουκούλα ήτο άγνωστη εις Σάντα και απετέλη ενδυμασίαν των πέριξ αυτής Τούρκων».
3. Μυρίδης Χρυσ., «Λαογραφικά Λιβεράς», Αθήνα 1948.
«Η κουκούλα ήτο κάλυμμαν της κεφαλής εκείνων, οι οποίοι εφόρουν την ενδυμασία του Λαζιστάν την λεγόμενην ζίπκα».
4. Φραγκάκι Κ. Ε., «Η λαϊκή τέχνη της Κρήτης». Ανδρική φορεσιά, Αθήνα 1960.
«Κάλυμμα της κεφαλής καθαρώς μωαμεθανικό είναι το σαρίκι ή ταρμπίχ (βυζαντινόν φακεώλιον)[7], ένα ύφασμα πολύπηχο, λευκό ή χρωματιστό, βαμβακερό ή μεταξωτό. Ο ιδρυτής της θρησκείας Μωάμεθ, προκειμένου να εμφανιστεί στο φύλαρχο Χαμπίμπ Ιμπν Μάλεκ για να δικαστεί εφόρεσε σαρίκι.[8] Το σαρίκι ήταν διακριτικό της τάξεως. Οι μουλάδες εφόρουν άσπρο, Οι χαλίφιδες πράσινο. Οι εμίρηδες πράσινο ή λευκό. Το σαρίκι των βεζύρηδων είχε δύο φτερά ερωδιού, των σουλτάνων πολύ μεγαλύτερο, είχε τρία φτερά ερωδιού και πολύτιμους λίθους.[9] Οι Τούρκοι της Ανατολής άργησαν να δεχθούν το Μαροκκινό φέσι, γιατί ο κάθε καλός Μουσουλμάνος απεύφευγε να ντύνεται κατά τρόπο ξένο προς το έθνος του. Εκτός της καταισχύνης εθεωρείτο και ένοχος αποστασίας. Απέφευγε λοιπόν να αφήσει το πατροπαράδοτο σαρίκι και να φορέσει το φέσι ή ένα καπέλο ευρωπαϊκό.[10] Έτσι δε βλέπουμε στις παλαιότερες εικόνες Τούρκο να φορεί φέσι. Κυρίως όταν ο Σουλτάν Μαχμούτ ο Β', επαναστάτης, στο σημείο αυτό, κατά του ιερού νόμου (τσεριάτ) επέβαλε με σουλτανική διαταγή (1810) τα φέσια, τότε “εξ ανάγκης και νόμου” (παροιμία κρητική), φόρεσαν το φέσι και πάλι οι περισσότεροι το τύλιγαν με τουμπάν. Ο κατώτερος Τούρκος πολίτης αρχικά φόρεσε ένα φέσι χωρίς φούντα εξύριζε το κεφάλι του και άφηνε στην κορυφή μια μεγάλη τούφα μαλλιών, την οποίαν επερνούσε από μία τρύπα που είχε επίτηδες το φέσι κι έτσι εσχηματίζετο ένα είδος φούντας. [11]
Γενικά οι Τούρκοι εδέχθησαν το φέσι αργότερα από τη βράκα, την οποία αρχικώς εφόρεσαν μικροαστοί των παραλίων της Μικράς Ασίας.
Οπωσδήποτε η βράκα φορέθηκε από το στρατό και τους Τούρκους της ενδοχώρας παρηλλαγμένη και ονομάστηκε ποτούρ και ντον ή και τσουχά σαλβάρ...
Στο τουρκικό ναυτικό, δηλαδή στα τουρκικά καράβια η βράκα φορέθηκε σε μεγάλη κλίμακα, γιατί αυτοί που τη φορούσαν ήσαν Έλληνες νησιώτες.
…Όταν η υπηρεσία του κράτους το απαιτεί ο Σουλτάνος διατάσσει όλα τα ελληνικά νησιά, τα οποία είναι υποχρεωμένα να δώσουν ένα αριθμό ναυτών, που τους χρησιμοποιούν μόνο για να μανουβράρουν τα πλοία. Οι μουσουλμάνοι υποχρεούνται να μάχωνται.
Ραγδαία μεταβολή ως προς το ένδυμα των Τούρκων (πολιτικό και στρατιωτικό) άρχισε στις αρχές του 19ου αιώνος, οπότε άρχισαν να δέχονται το ευρωπαϊκό ένδυμα και ο στρατός αναδιοργανώθηκε κατά το ευρωπαϊκό σύστημα. Ραγδαιοτάτη δε υπήρξε, όπως ξέρομε, επί Μουσταφά Κεμάλ, τότε που «το σαρίκι και το φέσι πήγαν στο καλό».
5. «Ιστορία και Λαογραφία εκκλησιαστικής επαρχίας Κολωνίας και Νικοπόλεως», σελ. 104, Καβάλα χ.χ. Εκδόθηκε από επιτροπή Ποντίων 1ης γενιάς.
«Η τζόχα και αι ζίπκες αι οποίαι ήσαν άλλοτε η κυρίως ενδυμασία των κατοίκων της πόλεως, αντικατεστάθησαν κατά τα τελευταία έτη με την συνήθη σημερινή ενδυμασίαν, εκτός του καλύμματος της κεφαλής, το οποίον ήτο ερυθρόν φέσι με την μαύρην φούντα».
Όσον αφορά το φέσι, φορέθηκε και στον Πόντο για εκατοντάδες χρόνια και πολλοί το φόρεσαν και στην Ελλάδα με την ευρωπαϊκή ενδυμασία σε αντίθεση με τη ζίπκα. Αυτές τις ιστοριούλες για μικρά παιδιά ότι το επέβαλαν οι Τούρκοι το 1829 ας τις σταματήσουμε διότι, υπάρχει και ο τόμος Ε΄ από τις μεταφράσεις των φιρμανιών των Σουλτάνων, που ήταν νόμοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και εκδόθηκε το 1985 στην Κρήτη, όπου στις σελίδες 161-162 γράφει ότι απαγορεύεται στους Χριστιανούς να φορούν κόκκινο και άσπρο φέσι, ενώ στη σελίδα 195 επιστά την προσοχή των Αρχών για τη σωστή εφαρμογή των νόμων, γιατί κάποιοι χριστιανοί δεν πειθαρχούν και χρησιμοποιούν αυτά τα χρώματα. Και όλα αυτά εν έτει 1761. Δηλαδή, 65 τουλάχιστον χρόνια πριν την υποτιθέμενη επιβολή του φοριόταν ήδη.
ΑΥΣΤΗΡΑ ΔΙΑΤΑΓΗ ΔΙΑ ΤΑΣ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΡΑΓΙΑΔΩΝ
Τ.Α.Η. Κωδ. 9ος, σελ.215 25 zilkade 1174
Αρ. μεταφρ. 2727 29 Μαΐου 1761
«Ιερολογιώτατε Καδή εφένδη του Χάνδακος και εντιμότατε αρχιαστυνόμε και αγά του εν Χανδάκι υψηλού τάγματος των αυτοκρατορικών γενιτσάρων, γίνεται υμίν γνωστόν.
Επειδή η ενδυμασία και εξωτερική εμφάνισις των εν τη χώρα του Ισλάμ κατοικούντων φόρου υποτελών Ιουδαίων, Χριστιανών και Αρμενίων της Περσίας δέον να διακρίνεται και διαχωρίζεται από ταύτην του ισλαμικού κόσμου και είναι τούτο εκ των αναγκαίων απαιτήσεων της θρησκείας, εξεδόθη προ καιρού, δια την εν τη πεφημισμένη σουλτανική πόλει Ισλαμπόλ κατοικούσαν τάξιν των ανθρώπων τούτων, έξοχος αυτοκρατορική διαταγή, δυνάμει ειδικού αυτογράφου διαταγής του Α. Μεγαλειότητος του κραταιού και σεβαστού ημών Άνακτος και αυθέντου μας, διακανονιστική του ζητήματος τούτου. Συμφώνως προς το υψηλόν γράμμα της διαταγής ταύτης, η οποία δέον να ισχύει δι’ ολόκληρον την περιφρούρητον αυτοκρατορικήν επικράτεια, επιβάλλεται όπως απαγορευθή και γίνη αυστηρά παραγγελία εις την τάξιν των χριστιανών, δια να μην φέρουν σαλβάρια από τσόχαν, τα οποία φορεί ειδικώς η εν Χάνδακι τάξις των Μουσουλμάνων, οι γενίτσαροι του υψηλού αυτοκρατορικού τάγματος και οι λοιποί στρατιωτικοί, ούτε και περισκελίδες γενιτσάρων, ούτε και γεμενιά (Είδη μανδηλίων εξ υφάσματος χρωματιστού και κλαδωτού, χρησιμοποιουμένων ως φακιόλια των γυναικών) κοκκίνου χρώματος και κόκκινα φέσια και άλλα ενδύματα, τα οποία ειδικώς φορούνται από τους Μουσουλμάνους, διά να δύνανται ούτω να διακρίνονται από την τάξιν των Μουσουλμάνων…
Τη 25 Ζιλκαδέ 1174 (29 Μαΐου 1761)».
Και παρακάτω σε άλλη διαταγή που εκδόθηκε στις 25 Αυγούστου 1762 (4 Safer 1176) αναφέρεται: «…Οι εν τη πόλει κατοικούντες φόρου υποτελείς εκ της τάξεως των απίστων, βασιζόμενοι επί τινων ατόμων και επί της ολιγορίας των αρμοδίων, περιφέρονται εντός του φρουρίου φέροντες ενδυμασίας αι οποίαι είναι όμοιαι προς τας ενδυμασίας των Μουσουλμάνων και άλλοι πάλιν εκ των απίστων φέρουσι επί των κεφαλών των κόκκινα φέσια και τυλίγουσιν αυτά με σαρίκια και ούτω καθίσταται δύσκολος ο διαχωρισμός και η διάκρισις αυτών από τους Μουσουλμάνους. Επειδή το να περιφέρεται η τάξις αυτή των απίστων με μουσουλμανικήν ενδυμασίαν αντίκειται προς τον Ιερόν Νόμον και η απαγόρευσις και αποπομπή της μιαράς αυτής υποθέσεως υπό των διοικητών και αξιωματούχων υπέχει θέσιν απαράβατου καθήκοντος, συμφώνως προς τον μωαμεθανικόν Ιερόν Νόμον, όστις είναι και η βάσις της θρησκείας μας, ως εκ τούτου, από τούδε και εις το εξής, η τάξις αύτη των απίστων ραγιάδων δεν θα έχη ως κάλυμμα κεφαλής κόκκινα ή άσπρα φέσια και δεν θα περιτυλίγει αυτά με λευκόν ή έγχρωμον ύφασμα, όπερ είναι ίδιον τοις Μουσουλμάνοις, αλλά θα φορεί σαλβάρια από μαύρον και κυανούν ύφασμα, χωρίς φουφούλες και δίπλες, και δεν θα φέρη εις τους πόδας κόκκινα γεμενιά, αλλά θα περιφέρεται με μαύρα γεμενιά και κόκκινα παπούτσια, τα οποία είναι ίδια δια τους απίστους και θα περιφέρεται ούτω με αμφίεσιν απίστου, δια να διαφέρη και διακρίνεται από την τάξιν των μουσουλμάνων».
(Σταυριανίδου Σ. Ν. «Μεταφράσεις τουρκικών ιστορικών εγγράφων», τ. Ε΄, έγγραφα περιόδου 1752 -1765, σελ. 160 – 161,Ηράκλειο Κρήτης 1985).
Εδώ θέλω να διατυπώσω μερικά ερωτήματα και να προσπαθήσουμε να δώσουμε μόνοι μας τις απαντήσεις, ελπίζοντας να πρυτανεύσει η ειλικρίνεια και η λογική.
1. Πότε πρωτοφορέθηκε η ζίπκα; (Σύμφωνα με τους επιστήμονες που ασχολούνται με το αντικείμενο, είναι η ενδυμασία των Λαζών και φορέθηκε προς τα τέλη του 18ου αι., μέχρι την πρώτη δεκαετία του 19ου αι.).
2. Για πόσα χρόνια; 20; 30; 40; Δηλαδή μερικές δεκαετίες.
3. Φορέθηκε σε όλες τις περιοχές του Πόντου και από όλους; Βεβαιότατα όχι.
4. Αυτούς που δεν τη φόρεσαν πρέπει να τους τιμούμε;
5. Όταν χορεύουμε με ζίπκα χορούς περιοχών στις οποίες δε φορέθηκε δεν αλλοιώνουμε την παράδοσή τους;
6. Λέγεται κατά κόρον ότι τους επέβαλαν να φοράνε το φέσι. Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι επέτρεπαν στους ελληνόφωνους χριστιανούς να φορούν τη φουστανέλα στο δρώμενο των Μωμόγερων στην περιοχή της Λιβεράς, ένα ένδυμα που παραπέμπει στην ευθέως στην Ελλάδα;
7. Πως εξηγείτε το γεγονός, στο μουσείο του Βατικανού να υπάρχουν προσωπογραφίες από διάφορους Ποντίφικες με φέσι, αν είναι μουσουλμανικό σύμβολο;
8. Πολλούς ενοχλεί η εικόνα το να χορεύεται η Σέρα με βράκα και φέσι. Πριν από την εμφάνιση της ζίπκας δε χόρευαν Σέρα; Κι αν χόρευαν τι φορούσαν; Όλοι αυτοί που διαμαρτύρονται έχουν φωτογραφικό υλικό των προγόνων τους; Έχουν τις κατάλληλες γνώσεις για να κρίνουν αντικειμενικά;
9. Κρίνουμε και απορρίπτουμε τους προγόνους μας με βάση τις ενδυματολογικές τους ιδιαιτερότητές;
10. Ο σφαγέας των ποντίων Τοπάλ Οσμάν και οι τσέτες του ζίπκες δε φορούσαν;
11. Όλα τα τούρκικα χορευτικά που παρουσιάζουν χορούς της Μαύρης Θάλασσας Ζίπκες δε φοράνε;
12. Πώς είναι δυνατόν αν το φέσι είναι σύμβολο οθωμανικό ή ισλαμικό να το φορούν οι Χριστιανοί Έλληνες στην υπόλοιπη Μ. Ασία, στο Αιγαίο αλλά και σε πολλά άλλα μέρη της ηπειρωτικής Ελλάδας;
Κεφαλοκάλυμμα καθαρώς μωαμεθανικό είναι η μαντήλα και κανένας δε διαμαρτύρεται που τη φοράνε οι γυναίκες των ποντιακών χορευτικών συγκροτημάτων.
Θα πρέπει να καταλάβουμε ότι η παράδοση δε διαμορφώνεται κατά το δοκούν και με την αισθητική του καθενός και δεν προέκυψε από παρθενογένεση. Είναι δεδομένη. Έδωσε και πήρε. Δεν μπορώ να καταλάβω τι φοβόμαστε. Μην τυχόν και οικειοποιηθούν την πατρότητα των χορών οι Τούρκοι; Ο χορός και η ενδυμασία είναι κάτι που δεν μπορεί να επιβληθεί εκ των άνω. Πρέπει να τα οικειοποιηθεί ο λαός και μακάρι να το κάνει γιατί θα ξυπνήσουν συνειδήσεις και κερδισμένοι θα είμαστε εμείς.
Πρέπει, λοιπόν, να καταλάβουμε ότι η ζίπκα φορέθηκε (για τους Έλληνες του Πόντου μόνο λίγες δεκαετίες, από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι την πρώτη δεκαετία του 20ου) και από άλλους λαούς της περιοχής και δεν ήταν μόνο προνόμιο των ποντίων. Μάλιστα πολλοί την εγκατέλειψαν νωρίτερα αντικαθιστώντας την με την ευρωπαϊκή ενδυμασία (φράγκικα), ενώ το φέσι για εκατονταετίες.
Η αντίληψη κάποιων ότι το φέσι δεν αφομοιώθηκε ενδυματολογικά από τους Έλληνες του Πόντου μπορεί να τονώνει το εθνικό μας φρόνημα, απέχει όμως πολύ από την αλήθεια.
Η γνώση λοιπόν πάνω στο κομμάτι του λαϊκού πολιτισμού, πρέπει να είναι σαφής, ανεπηρέαστη από προκαταλήψεις, συναισθηματισμούς και σοβινιστικές τάσεις, προκειμένου να αποτελεί γνήσια παράδοση.
Δε μπορούμε να παίρνουμε αποφάσεις όταν δεν στηρίζονται σε ουσιαστική και καθολική έρευνα αλλά μόνο σε συγκεκριμένες αποσπασματικές και συναισθηματικά φορτισμένες αναφορές. Για ποιο λόγο απορρίπτουμε την παραδοσιακή ενδυμασία ολόκληρου του μικρασιατικού ελληνισμού και υιοθετούμε με καθολικότητα τη λαζική ενδυμασία γνωστή ως ζίπκα; Σκεφτήκαμε ποτέ ότι με αυτή μας την κίνηση, συμβολοποιώντας το φέσι δίνουμε λαβή στην απέναντι πλευρά να το χρησιμοποιήσει ως στοιχείο στους αήθης και προπαγανδιστικούς τους ισχυρισμούς σχετικά με την καταγωγή των ελληνικών φύλων της Μικράς Ασίας;
Καραγκιόζ: «Ο ποντιακός λαός αποτελείται από δύο ξεχωριστά έθνη που ζουν σε δύο ξεχωριστές χώρες, την Ελλάδα και την Τουρκία. Αποξενώσαμε τους ομοαίματούς μας και τους στείλαμε σε μια ξένη για αυτούς χώρα, την Ελλάδα και γίναμε η αιτία να αφομοιωθούν με ένα λαό με τον οποίον δεν είχαν καμία σχέση, με τους Έλληνες. Αποκόπηκαν οι χριστιανοί από τα εδάφη τους και εξορίστηκαν στην Ελλάδα. Κατά βάθος ο χριστιανικός πληθυσμός της περιοχής δεν είχε καμία σχέση με την Ελλάδα. Έτσι οι Ρωμιοί του Πόντου έγιναν γνωστοί ως Έλληνες… Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποια θεωρία για τον προσδιορισμό των Ποντίων ως Έλληνες…».
«Ανάγνωση του βιβλίου Ιστορίας (έκδοση 1996) το οποίο διδάσκεται σήμερα συστηματικά στις μεγαλύτερες τάξεις του τουρκικού σχολείου οκταετούς υποχρεωτικής φοίτησης. Βάση των αυθαίρετων ιστορικών θεωριών τις οποίες σήμερα διδάσκονται στις ιστορικές ακαδημίες και στις στρατιωτικές σχολές της Τουρκίας, όλοι οι πολιτισμοί του Αιγαίου - μεταξύ αυτών και ο ελληνικός - ήταν τουρκικής προέλευσης!
Φτάνουν στον παραλογισμό να θεωρούν Μινωίτες, Μυκηναίους, Ίωνες, Τρώες και Πελασγούς προτουρκικές φυλές που κατοικούσαν στο Αιγαίο. Σύμφωνα με αυτές τις απίστευτες θεωρίες, οι Έλληνες δεν ήταν παρά ένα μικρό παρακλάδι του «μεγάλου τουρκικού λαού», του «μοναδικού που είχε τη δύναμη να δημιουργεί μεγάλα κράτη και πολιτισμούς!».
Ακόμη πιο προχωρημένη είναι η εργασία του Σελαχατίν Σαλιζίκ (Turk Yunaniliskilerive filiki eteria) όπου περιλαμβάνονται αλλόκοτοι ισχυρισμοί όπως ότι ο ελληνικός πολιτισμός ήρθε από την Ασία και δεν είχε κανένα πρωτότυπο στοιχείο, ότι οι Τούρκοι ήρθαν στο Αιγαίο το...2480 π.Χ. και ότι ο Δημόκριτος, Ηρόδοτος, Ιπποκράτης, Πυθαγόρας και Όμηρος ήταν όλοι τους τουρκικής καταγωγής.
Η εργασία του εγκρίθηκε απ' το τουρκικό υπουργείο Παιδείας και διδάσκεται στα τουρκικά σχολεία. ..»
(Νίκος Χειλαδάκης)
Υπάρχει κανείς που να πιστεύει ότι τέτοιες πρακτικές βοηθούν την ενότητα του οργανωμένου Ποντιακού χώρου;
Δεν ερχόμαστε σε αντίθεση με τους υπόλοιπους Έλληνες για τους οποίους η βράκα και το φέσι αποτελούν βασικό μέρος της παραδοσιακής τους ενδυμασίας; Είναι δυνατόν να απαξιώνουμε τους οπλαρχηγούς του απελευθερωτικού αγώνα του 1821 επειδή φορούσαν φέσι;
Είναι να θαυμάζει κανείς τους Καππαδόκες οι οποίοι τιμούν την παραδοσιακή τους ενδυμασία με το φέσι και τραγουδούν τα τραγούδια τους στην τούρκικη γλώσσα χωρίς να ενοχλείται και να τους απαξιώνει κανείς.
«Όσοι τυχόν νομίζουν ότι σφάλλω, λίγοι ή πολλοί, ας με συγχωρήσουν και ας αφήσουν τις ιδέες αυτές αποκλειστικά σ' εμένα και σ' εκείνους που εκφράζω, ζωντανούς ή πεθαμένους». (Θεοφύλακτου Θεοφ).
Κοσμέτες Β΄
[1] Ιωάννου Παπαπέτρου, Ιστορική και Λαογραφική μελέτη του μεταλλείο Σιμ, σελ. 71.
[2] Ε.Π.Μ. - Αρχείον του Πόντου, τόμ. 28, σελ. 84.
[3] Ζυγοΰρα: Παιδικό παιχνίδι στον Πόντο.
[4] περ. Άμαστις, τεύχ. 4ο, του Ευσταθιάδη Ε., σελ. 26.
[5] Περί τούτων εδημοσίευσε μελέτην αξιόλογον ο φερέπονος Γ. Κανδηλάπτης υπό τον τίτλον «Οι αρχιμεταλλουργοί του Πόντου και το εθνικόν αυτών έργον» Αλεξανδρούπολις 1929.
[6] Ε. Π. Μ. Αρχείον Πόντου, τόμ. 2, 1929, σελ. 4-6.
[7] Δούκα σελ. 264: «Κρειττότερον εστίν ειδέναι εν μέση τη Πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν Λατινικήν».
[8] Βλέπε Ουάσιγκτων Έρβιγκ «Μωάμεθ», εκδ. Ελευθερουδάκη, σελ. 71.
[9] Βλέπε και Dallaway ενθ. ανωτ. τ. 1 σελ. 141: «διακρίνει κανείς την τάξη του καθενός από τη φορεσιά και το μέγεθος και το χρώμα του σαρικιού».
[10] Ferrario «dell Europa» σελ. 323.
[11] Ο Σουλτάν Μαχμούτ ο Β’ στις αρχές του 19ου αιώνος προσπάθησε να προωθήση «επί το ευρωπαϊκόν» την τουρκική αυτοκρατορία. Εξολόθρευσε τους γεννιτσάρους, επέβαλε το φέσι, έκοψε τα γένεια, έβγαλε εφημερίδα, έκοψε νομίσματα με την εικόνα του, εφόρεσε τα φράγκικα, εισήγαγε δηλαδή καινά δαιμόνια, αυτά που λέει ο πολιτισμός «Μεταρρυθμίσεις». Ίσως θα προχωρούσε και περισσότερο αλλά οι συντηρητικοί «Παλαιότουρκοι» στάθηκαν αντιμέτωποι στην προσπάθειά του.
15°C
Partly Cloudy
Humidity: 55%
Wind: 19.31 km/h
18°C 11°C
17°C 8°C