Εισήγηση του Νικ. Ζουρνατζίδη 19/2/2012 στην έδρα του Χορευτικού Ομίλου Ποντίων Μοσχάτου - Ταύρου «Σέρρα».
Η σημερινή εισήγηση έχει σαν θέμα την επίδραση των αλλογενών φύλων της περιοχής του Πόντου στην ποντιακή παράδοση. Στην ουσία θα ασχοληθούμε με τρεις περιοχές, αυτές που έπαιξαν ουσιαστικό ρόλο στη διαμόρφωση της σημερινής μορφής της παράδοσής μας. Αυτές είναι: κατά πρώτο λόγο το Καρς, και τα μεταλλεία του Δυτικού Πόντου (Ακ Νταγ Ματέν και Κιουμούς Ματέν).
Θα κάνουμε όμως μια συνοπτική αναφορά στην περιοχή της Αργυρούπολης, γιατί όπως θα δούμε στη συνέχεια, αυτό που έπαιξε πρωταρχικό ρόλο ήταν η εξάντληση των μεταλλίων της περιοχής και η μετανάστευση που ακολούθησε.
Αναφέρεται ότι κατά τον 17ο και 18ο αιώνα η πλουσιότερη και πιο πολυάνθρωπη επαρχία της Μικρασίας ήταν η Χαλδία. Η παλιά μεσαιωνική πόλη βρισκόταν σε απόσταση μιας ώρας (4-5 χιλιόμετρα) και λεγόταν Τζάγχρα και Κάνις, από το όνομα του Κάνη ποταμού. Στα χρόνια της μεγάλης ακμής της η Αργυρούπολη είχε το δικαίωμα να κόβει και δικό της ασημένιο νόμισμα.
Οι μεταλλωρύχοι, απολάμβαναν πολλά προνόμια, σχεδόν δε φορολογούνταν και ήταν απαλλαγμένοι από κάθε τουρκική καταδυνάστευση, είχαν όμως άλλους δυνάστες, τους Χριστιανούς αρχιμεταλλουργούς, τους «Ουσταμπασήδες». Οι τελευταίοι τους προστάτευαν βέβαια από τους αλλόφυλους ξένους και εξωτερικούς καταπιεστές, αλλά επέβαλαν οι ίδιοι στους ομόφυλους και ομόδοξους το δικό τους ζυγό που, συχνά, δεν ήταν μαλακότερος από τον ζυγό των Τούρκων.
Τα αίτια της παρακμής των μεγάλων μεταλλείων της Αργυρούπολης, κατά τη γνώμη του Περικλή Τριανταφυλλίδη (Τα Ποντικά, Αθήνα 1866) ήταν δύο:
«1) Το κυριότερο μεταλλείο, από όπου προερχόταν ο πλούτος της Πόλης, είχε πλημμυρίσει και απαιτούσε μεγάλη δαπάνη χρημάτων για να αδειάσει με αντλίες.
2) Η φυγή πολλών κατοίκων της περιοχής μετά το Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1828. Στους Ρώσους, που προήλασαν και κατέλαβαν την Αργυρούπολη, επεφύλαξαν λαμπρή υποδοχή οι Έλληνες του τόπου. Λαός και Κλήρος με επικεφαλής το Μητροπολίτη Σίλβεστρο είχαν υποδεχτεί ως ελευθερωτές τους ομόδοξους στρατιώτες. Όταν όμως έγινε συνθήκη και τα ρωσικά στρατεύματα αποσύρθηκαν, πολλοί Έλληνες της πόλης και των χωριών της περιφέρειας φοβούμενοι την εκδίκηση των Τούρκων ακολούθησαν το ρωσικό στρατό και εγκαταστάθηκαν πέρα από τα σύνορα της τουρκικής επικράτειας.
Ωστόσο, υπάρχει και ένα άλλο, τρίτο αίτιο που συνετέλεσε στην παρακμή των μεταλλείων. Πρόκειται για την κατάργηση, κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, των ειδικών προνομίων που είχαν οι μεταλλωρύχοι. Και, ενώ παλαιότερα κατά την περίοδο ακμής των μεταλλείων η Αργυρούπολη αριθμούσε 7.000 σπίτια, το 1866 είχε μόνο 250. Το μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα έφτασε μέχρι την περιφέρεια της Σαμψούντας και στις άλλες περιοχές του Δυτικού Πόντου, παράλιου και μεσόγειου. Εξάλλου, συμπαγείς μάζες μεταναστών επάνδρωσαν από καιρό και τα μεταλλεία όλης της Μικρασίας και του Καυκάσου».
ΜΕΤΑΛΛΕΙΑ
Ο Σαμουηλίδης Χρ., στο βιβλίο του «Ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού» γράφει:
«Είναι σκόπιμο να σταθούμε για λίγο λεπτομερέστερα στο θέμα των μεταλλείων του Πόντου, γιατί έπαιξαν τον πιο αποφασιστικό ρόλο στην επιβίωση του ελληνισμού στον Εύξεινο Πόντο. Στις μεταλλοφόρες περιοχές του Πόντου, όπου υπήρχαν κοιτάσματα αργύρου, μολύβδου, μαγγανίου, χαλκού, στύψης και χρυσού, από τους πρώτους κιόλας αιώνες της Τουρκοκρατίας, οι Σουλτάνοι Μουράτ Γ’ (1575 – 1595) και Μεχμέτ Γ’ (1595 – 1603), αλλά και άλλοι, πήραν τα παρακάτω μέτρα:
Α) Έθεσαν τα μεταλλεία στη δικαιοδοσία της κεντρικής εξουσίας ορίζοντας ταυτόχρονα ως εκπρόσωπό τους έναν ειδικό αξιωματούχο σε κάθε μεταλλείο, τον «Εμινέ».
Β) Απαγόρευσαν την ανάμιξη στη διοίκηση, τον έλεγχο και την εκμετάλλευση του μεταλλείου σε οποιονδήποτε στρατιωτικό ή πολιτικό τοπικό αξιωματούχο, καθορίζοντας συνάμα ειδικά προνόμια για τους εργαζόμενους εκεί Έλληνες τεχνίτες (απαλλαγή από ορισμένες φορολογίες, από αγγαρείες, από στρατολόγηση στα τάγματα των Γενιτσάρων κ.ά.).
Γ) Ανέθεσαν την τεχνική επίβλεψη, τον έλεγχο και τον προγραμματισμό των εργασιών τού κάθε μεταλλείου σε Έλληνα αρχιμεταλλουργό. Η προνομιακή αυτή θέση των αρχιτεχνιτών κράτησε ως και τον 19ο αιώνα, μόνο που τότε ήταν σε παρακμή τα μεταλλεία και μόνο λίγα από αυτά λειτουργούσαν.
Τα παραπάνω μέτρα και προνόμια για τους μεταλλωρύχους και τα μεταλλεία είχαν τεράστια ευνοϊκά αποτελέσματα για τη διάσωση και, στη συνέχεια, την πρόοδο των Ελλήνων του Πόντου. Και οι λόγοι είναι δύο: 1) Γιατί τα περισσότερα και μεγαλύτερα μεταλλεία της Μικρασίας βρίσκονταν στον Ανατολικό Πόντο και:
2) γιατί οι Πόντιοι, από τον καιρό των Κομνηνών, αλλά και από αρχαιότατους χρόνους ήταν ειδικευμένοι στην εξόρυξη των μετάλλων από τη γη.
Οι Σουλτάνοι, λοιπόν, για να έχουν τη δυνατότητα να εκμεταλλεύονται τα κοιτάσματα των μεταλλείων στη χώρα που κατέκτησαν, δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να φερθούν φιλικά προς τους μόνους υπηκόους τους που ήξεραν να βγάζουν αυτά τα κοιτάσματα από τη γη, αλλά και να τα επεξεργάζονται σε πρώτη φάση. Οι ίδιοι οι Τούρκοι, ως νομαδικός λαός αρχικά και πολεμικός σε τούτη την περίοδο, δε γνώριζαν βέβαια καθόλου τη δουλειά του μεταλλευτή, αλλά ούτε και οι άλλοι κάτοικοι της Μικρασίας».
Μεταλλείο Ακ Νταγ Ματέν
Ακ = άσπρο, Νταγ = βουνό, Ματέν = μεταλλείο
Συνοπτική ιστορία της περιοχής
Το Ακ Νταγ Ματέν ήταν κωμόπολη της ομώνυμης επαρχίας βορειοδυτικά της Σεβάστειας. Διοικητικά ανήκε στην Άγκυρα (για αυτό και οι κάτοικοι ονομάστηκαν από τους υπόλοιπους Ποντίους Αγκαραλήδες), εκκλησιαστικά όμως υπαγόταν στη Μητρόπολη Χαλδίας (Αργυρούπολη).
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο συγγραφέας Γεώργιος Κανδηλάπτης – Κάνης στο βιβλίο του «Οι αρχιμεταλλουργοί»: «Το σύνθημα της αρχικής μετανάστευσης των μεταλλωρύχων το έδωσε ένας ονόματι Φίλιππος από το Παρτίν, κοντά στην Κρώμνη, που πήγε και εγκαταστάθηκε στο Μεταλλείο Άσπρου Βουνού (Ακ Νταγ Ματέν) της περιοχής Άγκυρας, όπου ανακάλυψε πλούσια μεταλλεία. Τα μεταλλεία αυτά τα πλαισίωσαν αρχικά οι κρυπτοχριστιανοί από το Σταυρίν και κατόπιν άλλοι παρόμοιοι από διάφορα μέρη του Πόντου. Το 1832 αρκετές οικογένειες έφυγαν προς τα νοτιοδυτικά, όπου ίδρυσαν την ομώνυμη κοινότητα του Μεταλλείου Άσπρου Βουνού (Ακ Νταγ Ματέν). Έτσι, σχηματίστηκαν οι 22 ελληνικές κοινότητες που τα πρώτα χρόνια ασχολήθηκαν με τη γεωργία και τα μεταλλεία της περιοχής. Το 1880 όμως σταμάτησαν να λειτουργούν και οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να στραφούν προς τη γεωργία και το εμπόριο».
Οι άνθρωποι αυτοί, λοιπόν, εγκαταστάθηκαν από διάφορα μέρη του Πόντου στη νέα τους εστία. Η παράδοση εκεί βέβαια διαμορφώθηκε ανάλογα, επηρεασμένη από το Καππαδοκικό στοιχείο που υπήρχε στην περιοχή. Έτσι, η μουσικοχορευτική παράδοση των νέων κατοίκων απέκτησε, όπως ήταν φυσικό, μια νέα μορφή. Οι χοροί τους κράτησαν κάποια στοιχεία από την παραδοσιακή μορφή των ποντιακών χορών, προστέθηκαν όμως και νέα από τους χορούς της Καππαδοκίας.
Αυτό είχε ως συνέπεια να δημιουργηθεί μια καινούργια συνισταμένη που, δυστυχώς, με τον ερχομό τους στην Ελλάδα δεν έγινε αρεστή από μεγάλη μερίδα του ποντιακού λαού, ίσως γιατί στην πλειοψηφία τους έχουν τουρκικές ονομασίες. Μόνο τα τελευταία χρόνια άρχισαν οι χοροί αυτοί να χάνουν τον τοπικό τους χαρακτήρα και να γίνονται και κτήμα των υπολοίπων Ποντίων μέσα από τις παραστάσεις των χορευτικών συγκροτημάτων που τους ενέταξαν στο χορευτικό τους ρεπερτόριο.
Είναι οι μόνοι χοροί που στο σύνολό τους χορεύονται σε ανοιχτό κύκλο, ενώ σε όλο τον υπόλοιπο Πόντο στην παραδοσιακή τους μορφή χορεύονταν σε κλειστό (πέραν κάποιων μεμονωμένων χορών, Κοτσαγέλ’, Θήμιγμα(ν), από το Καρς το Τσοκμέ ή Σαρί κουζ μαντιλί κ.λπ.).
Για μουσικό όργανο υιοθετούν τον (την) Κεμανέ(ή) που αργότερα θα αντικαταστήσουν με το βιολί το οποίο παίζουν κάθετα όπως τη λύρα. Με την αλλαγή μουσικού οργάνου, αλλάζει και το ηχόχρωμα που με τη σειρά του επηρεάζει και τους χορούς. Εμφανίζονται νέες μορφές χορών και υιοθετούνται κάποιοι της Καππαδοκίας οι οποίοι όμως προσαρμόζονται στα χορευτικά δεδομένα των ποντίων. Τέτοιοι είναι το Γιουβα(ρ)λαντούμ και το Χαλάι που στην περιοχή της Καππαδοκίας το συναντάμε και με το όνομα Σιβασλί. Με τον ερχομό τους στην Ελλάδα, για χρόνια οι χοροί τους κρατάνε τοπικό χαρακτήρα και μόνο στη δεκαετία του ’90 γίνονται κτήμα και των άλλων ποντίων με τη υιοθέτησή τους από τα χορευτικά συγκροτήματα.
Μεταλλείο Σιμ (Κιουμούς Ματέν)
Περιοχή Κιουμούς Ματέν: (Κιουμούς= αργυρόχωμα, Ματέν = μεταλλείο)
Σύμφωνα με τον καθηγητή από την Κωνσταντινούπολη Ιωάννη Βαλαβάνη με καταγωγή από την Καππαδοκία:
«Η περιφέρεια ΓΚιουμούς- Ματέν (ή ΓΚιουμούς- Χατζήκιοϊ) είχε επτά χωριά: 1) ΓΚιουμούς- Ματέν, 2) Γκιουμους - Χατζήκιοϊ, 3) Γιαλαχλού, 4) Κάραλι, 5) Οβατζίκ, 6) Παϊράχτσαμι, 7) Τσατ.
Στα τουρκικά μητρώα το Μεταλλείο Σιμ έχει το όνομα Κιουμούς ματενί ή Γενί Γκιουμιουσχανέ Μαδενί».
Στο βιβλίο του Παπαπέτρου Ιωάν. «Ιστορική και λαογραφική μελέτη του μεταλλείου ΣΙΜ», διαβάζουμε:
«Για την ιστορία του Πόντου, ένα από τα πλέον ξεχασμένα τοπία που εξακολουθεί να παραμένει μέχρι σήμερα είναι η περιοχή του μεταλλείου Σιμ, της υποδιοίκησης Κιουμούς- Χατζή - Κιοϊ του νομού Σεβάστειας. Αποικία αποκλειστικώς της Αργυρούπολης και των περιχώρων της καμία ιδιαίτερη αναφορά δεν έγινε μέχρι σήμερα γι’ αυτήν. Η υπέροχη τοποθεσία της, η πλουσιότατη περιοχή που την περιβάλλει, ο υπερεκατονταετής βίος της με πλούσια απόδοση αργύρου, είναι στοιχεία τα οποία δικαιολογούν τη γνωριμία της από τους υπόλοιπους Πόντιους. Πλούτος αμύθητος σε προϊόντα γεωργικά, κτηνοτροφικά, δασικά μεταλλευτικά και βιοτεχνικά.
Η εξάντληση του ασημοχώματος (γαληνίτης) των μεταλλείων της Αργυρούπολης και των περιχώρων, οδήγησε το 1800 μ.Χ. κάποιον Χατζή Δημήτριο Χατζή Στ. Ζηβαρίωνος και του απαραίτητού του συνοδού Βαριλινού Εμινί οι οποίοι είχαν στα χέρια τους άδεια έρευνας ευγενών μετάλλων, στο να αναζητήσουν νέες μεταλλοφόρες περιοχές. Ανακάλυψαν ότι στα νοτιοδυτικά της υποδιοικήσεως Χατζή – Κιοϊ υπήρχαν μεταλλεύματα αργύρου και χαλκού σε μεγάλη ποσότητα από πάρα πολλά χρόνια. Αμέσως μετά την ανακάλυψη αυτή και με τη βοήθεια της τότε τουρκικής κυβέρνησης μια ομάδα από 10 έως 12 άτομα αποτέλεσε τον πρώτο πυρήνα στον οποίο προσκόλλησαν άλλες 30 – 40 οικογένειες από την Αργυρούπολη και τα περίχωρά της και δημιούργησαν την πρώτη αποικία. Οι οικογένειες αυτές των οποίων οι αρχηγοί ήταν όλοι μεταλλουργοί περνώντας από τη Σεβάστεια κατέβηκαν στην Τοκάτην Αμάσειας και μέσω της Μερζιφούντας έφτασαν σε θέση, η οποία βρίσκονταν έξι (6) χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Χατζή Κιοϊ και ίδρυσαν τη νέα τους αποικία, την οποία ονόμασαν Ελληνικά Μεταλλεία ΣΙΜ, τουρκικά δε Κιουμιουςß - Μαδενί ή Σιμ Μαδενί ή Γενί Κιουμιουσßχανέ Μαδενί, από το όνομα του αργυρούχου μετάλλου γαληνίτου (ασημόχωμα), τουρκικά Κιουμούς.
Το εμπόριο μαζί με την υπόλοιπη περιοχή γινότανε από το λιμάνι της Αμισσού από την οποία απέχει περίπου 120 χιλιόμετρα. Βρίσκεται στο όρος Ινιγίλ – δαγή (όρος Βουΐζοντος) σε ύψος 850 μέτρα.
Επειδή οι Ματεντσίδες δεν πλήρωναν φόρους σε λίγα χρόνια οι οικογένειες αυξήθηκαν και πέρασαν τις 100. Κάθε άλλη εργασία γεωργική ή επαγγελματικής φύσεως ήταν αυστηρά απαγορευμένη για τους άντρες του Μεταλλείου».
Ο Γ. Κανδηλάπτης από την Αργυρούπολη του Πόντου στο βιβλίο του «Οι Αρχιμεταλλουργοί» γράφει:
«…Το μετάλλευμα που έβγαζαν από τις γαλαρίες το μετέφεραν μέσα σε μικρά σακίδια τα νεαρά αγόρια των κατοίκων τα οποία εργαζότανε στα μεταλλεία από τα δέκα πέντε (15) τους χρόνια. Οι νεαροί αυτοί κουβαλητές, ονομάζονταν τσαγουλτσήδες, δηλαδή κουβαλητές χαλικιών…
Μέσα στις υπόγειες αυτές γαλαρίες οι άνδρες ήταν υποχρεωμένοι να εργάζονται από τα 15 έως τα 60 και από το πρωί της Δευτέρας μέχρι το μεσημέρι του Σαββάτου, για οκτώ ώρες καθημερινά οπότε ήταν ελεύθεροι να κατέβουν στις οικογένειές τους.
Το 1840 οι οικογένειες του μεταλλείου Σιμ ήταν 340 και με τον ερχομό συνεχώς νέων αποίκων το 1895 ξεπέρασαν τους 1.000. (Ιωάννη Πανάρετου).
Με την μετεγκατάσταση των ανθρώπων αυτών στην συγκεκριμένη περιοχή και την αλλαγή μουσικού οργάνου «Κεμανή», αλλάζουν και οι χοροί. Εμφανίζονται νέες μορφές χορών και παραλλαγές παλαιότερων. Με τον ερχομό τους στην Ελλάδα, για χρόνια οι χοροί τους κρατάνε τοπικό χαρακτήρα και μόνο στη δεκαετία του ’90 γίνονται κτήμα και των άλλων ποντίων με τη υιοθέτησή τους από τα χορευτικά συγκροτήματα τα οποία τους εντάσσουν στο χορευτικό τους ρεπερτόριο.
Καρς
Όπως διαπιστώνουμε και από τα ιστορικά στοιχεία ο κύριος όγκος των Ποντίων εγκαταστάθηκε στο Κυβερνείο του Καρς μετά την αποχώρηση των Ρωσικών στρατευμάτων από τον Ανατολικό Πόντο το 1878. Ήταν μία περιοχή η οποία παλαιότερα ανήκε στη Μεγάλη Αρμενία.
Η μετανάστευση στη Ρωσία και οι Έλληνες του Καρς
Η έξοδος των Ελλήνων του Πόντου προς τη Ρωσία θα συμβεί κυρίως κατά τον 19ο αιώνα, όταν οι Ρώσοι θα κατέλθουν προς το Νότο και θα καταλάβουν περιοχές που μέχρι τότε κυριαρχούνταν είτε από τους Οθωμανούς είτε από τους Τατάρους. Φαίνεται ότι οι Ρώσοι εκπόνησαν ένα σχέδιο εποικισμού των νεοκατακτημένων περιοχών καθώς και ένα πρόγραμμα προσέλκυσης νέων πληθυσμών. Ο Ν. Βορομπιόφ που ήταν ο υπεύθυνος του εποικισμού γράφει: «Tο πρόγραμμα συστηματικού εποικισμού άρχισε το 1864... Στόχος ήταν να καλυφθούν οι άδειες περιοχές και να ξαναρχίσουν οι καλλιέργειες, που διακόπηκαν όταν οι βουνίσιοι (δηλ. οι ντόπιοι μουσουλμάνοι κάτοικoι) έφυγαν στην Τουρκία ή εξορίστηκαν... Αυτή η περιοχή απαιτούσε ανώτερη αγροτική κουλτούρα και σκέφτηκαν να καλέσουν τους Έλληνες και τους Αρμένιους που ταιριάζουν σ' αυτές τις συνθήκες.»[1]
Βέβαια, η ιστορία του ελληνισμού της τσαρικής Ρωσίας, της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και των ανεξάρτητων Δημοκρατιών της Κοινοπολιτείας, αρχίζει αρκετά νωρίτερα. Ο Γάλλος γεωγράφος Michel Bruneau[2] γράφει: «Η ελληνική παρουσία στο Βόρειο Εύξεινο Πόντο ανάγεται στα μυθικά χρόνια και συνδέεται με τα ονόματα του Προμηθέα, του Ηρακλή και των Αργοναυτών. Γύρω στην πρώτη χιλιετία τοποθετούν οι ειδικοί μελετητές την πραγματοποίηση των πρώτων ταξιδιών στις περιοχές αυτές. Δύο αιώνες αργότερα οι προσωρινοί αυτοί εμπορικοί σταθμοί άρχισαν να γίνονται μόνιμα οικιστικά κέντρα. Οι ανασκαφές και οι πλούσιες σε ιστορικά στοιχεία πηγές της κλασικής, μετακλασικής και βυζαντινής εποχής μάς δίνουν συνεχώς ενδιαφέρουσες μαρτυρίες για την οικιστική οργάνωση, τις οικονομικές δραστηριότητες, τις πολιτιστικές σχέσεις με τις μητροπόλεις τους, με άλλες ελληνικές πόλεις, αλλά και με τους ιθαγενείς λαούς. Περισσότερες από 75 ελληνικές αποικίες ιδρύθηκαν σε όλο τον Εύξεινο Πόντο από τον 8ο ως τον 6ο π.Χ. αι., οι οποίες συγκατοικούσαν αρμονικά με τους γηγενείς λαούς και συμμετείχαν στην οικονομική και πολιτιστική ζωή της ευρύτερης περιοχής.
Σε αυτόν τον αρχαίο ελληνικό κόσμο στηρίχθηκε μετέπειτα η ανάπτυξη και η εξέλιξη των ελληνικών κοινοτήτων καθ’ όλη τη διάρκεια της βυζαντινής και οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ο εκχριστιανισμός των Ρώσων υπήρξε ο αληθινός καταλύτης των δύο λαών. Μέσω της Ορθοδοξίας διατηρήθηκε ζωντανή ή σχέση της Ρωσίας με το ελληνικό Βυζάντιο, αλλά και με τους Έλληνες των ρωσικών παραλίων και της ενδοχώρας που παρέμεναν κληρονόμοι των αρχαίων ελληνικών αποικιών.
Πέρα από τις πρώτες ομαδικές εγκαταστάσεις των αρχαίων και βυζαντινών Ελλήνων στο βορειοανατολικό Εύξεινο Πόντο, ο Καύκασος, η Γεωργία, η Νότια και η Μεσημβρινή Ρωσία αλλά και η Παραδουνάβιες περιοχές, γίνανε σε όλη τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το καταφύγιο των υπόδουλων Ελλήνων…».
…Ο εκ Πόντου ελληνισμός της Ρωσίας ανήρχητο εν έτει 1914 εις 650.000 άτομα (ιδέ Πανάρ. Τοπαλίδη: Ο Πόντος ανά τους αιώνας, σελ. 246 και Θεολ. Παναγιωτίδη: Ο Ελληνισμός της Ρωσίας σελ 8-9).
Για τις μετακινήσεις των Ποντίων προς τη Ρωσία ο Χρήστος Σαμουηλίδης γράφει: «Η μετανάστευση συνεχιζόταν αδιάκοπα μέχρι το 1878, όταν η νίκη της Ρωσίας πάνω στην Τουρκία, στον πόλεμο του 1877-1878 και η απόσπαση από την τελευταία της περιφέρειας του Καρς, έγιναν αφορμή να δημιουργηθεί η μεγαλύτερη αποικιστική κίνηση των Ποντίων. Τότε, πολλά χωριά από την Χαλδία και τη γειτονική Κολωνία (Νικόπολη) μετανάστευσαν στο Καρς και ίδρυσαν γύρω στα 85 ελληνικά χωριά. Στα 1905, οι Έλληνες όλου του Καυκάσου έφταναν τις 150.000, που ήταν σκορπισμένοι σ’ όλα τα κυβερνεία του».
Για τους πληθυσμούς του Καρς ο Γεώργιος Γρηγοριάδης υποστηρίζει: «Ο συνολικός πληθυσμός του νομού αγγίζει τις 350.000 κατοίκους, από τους οποίους οι 75.000 είναι Έλληνες, άλλες τόσες περίπου Αρμένιοι, 15.000 περίπου μουσουλμάνοι, 10.000 Ρώσοι αιρετικοί Μαλακάνοι και οι υπόλοιποι Ρώσοι ορθόδοξοι. Οι μουσουλμάνοι είναι Τούρκοι και Κούρδοι που αρνήθηκαν να φύγουν για την Οθωμανική Αυτοκρατορία την εποχή της κατάληψης της περιοχής από τους Ρώσους. Πρωτεύουσα του νομού είναι το Καρς, παμπάλαια Αρμενική πόλις με 20.000 περίπου κατοίκους. Σ’ όλη την έκταση του Κυβερνείου υπάρχουν 74 μεγάλα αμιγή ελληνικά χωριά και 7 ελληνικές μικρές παροικίες. Οι Έλληνες κάτοικοι του Καρς προέρχονταν από την Τσάλκα και την Τιφλίδα, αλλά κυρίως από τις περιοχές της Αργυρούπολης, της Χερρίανας, του Ερζερούμ κ.λπ.».
Ένα αξιοσημείωτο γεγονός είναι και το ότι παρατηρείται το φαινόμενο στα 44 - 45 χρόνια που έζησαν εκεί να έχουν αποκτήσει καινούργια συνείδηση και να αποκαλούν τους εαυτούς τους Καρσλήδες.
Ο Γρηγοριάδης Γ. Γρ., στο βιβλίο του «ο Πόντος και το Καρς» γράφει:
«Πατέρας κι αδέρφια έμειναν στα Λερία, στον Πόντο της Τουρκίας. Γυιός κι αδελφός, ο Γιώρτς, έφυγε για το Καρς της Ρωσίας. Τώρα στους καιρούς μας πώς γίνεται κάποιοι - κάποιοι ανιστόρητοι να ονομάζουν εκείνους Πόντιους και τούτον Καυκάσιο! Ω! τι πλάνη!».
Με την εγκατάσταση των Ελλήνων του Πόντου στο Καρς και ερχόμενοι σε επαφή με άλλους λαούς της περιοχής όπως: οι Αρμένιοι, οι Ρώσοι, οι Τούρκοι, οι Τουρκμένοι, οι Καραπάχοι, οι Ασετίνοι κ.λπ., δέχονται την επιρροή του πολιτισμού των λαών αυτών και χωρίς να χάσουν το δικό τους παρατηρούμε το φαινόμενο να έχουμε χορούς σε ρυθμό 6/8 όπως, η Λετσίνα, το Τας, το Τρία τη Κότσαρι, το Τούρι, ρυθμός που δεν υπήρχε στον Πόντο. Πώς μπορεί οι χοροί αυτοί να είναι δημιουργήματα Ποντίων, όταν η πλειοψηφία τους έζησε μόνο 44 χρόνια στην περιοχή, από το 1878 έως 1922 και οι πρώην συμπατριώτες τους από τις περιοχές του Πόντου που ήρθαν κατευθείαν στην Ελλάδα δεν τους γνωρίζουν; Βέβαια οι χοροί αυτοί προσαρμόστηκαν στα χορευτικά δεδομένα των Ελληνοποντίων οπότε δημιουργήθηκε μια καινούργια μορφή ποντιακών χορών.
Ας δούμε τώρα δύο χορούς που ενώ χορεύονται κατά κόρον από τους Πόντιους, την πατρότητά τους διεκδικούν οι Αρμένιοι. Αυτοί είναι η Λετσίνα και το Κότσαρι.
«Οι Αρμένιοι ήρθαν για πρώτη φορά επί Βασιλείου του Μεγάλου Κομνηνού (1332-1340) και έπειτα επί Αλεξίου Γ΄ (1349-1390) ως πρόσφυγες…
Αρκετοί Τουρκοαρμένιοι ζουν κοντά στη Νικόπολη και στη Σεβάστεια…
Στη διάρκεια της τρομοκρατίας των Τερεπέγηδων αναγκάστηκαν μερικοί από αυτούς (Αρμένιοι) να εκτουρκιστούν. Μερικοί, πάλι, από τους εκτουρκισμένους ξαναγύρισαν στην πατροπαράδοτη θρησκεία τους, παραμένουν όμως ακόμη αρκετοί Τουρκοαρμένιοι. Σπανίως όμως αυτοί σχηματίζουν χωριστά χωριά και μόνο σκόρπια βρίσκονται μερικά τέτοια, ενώ αρκετοί Τουρκοαρμένιοι ζουν κοντά στη Νικόπολη και στη Σεβάστεια, οι οποίοι φαίνεται ότι ήρθαν εκεί αργότερα».[3]
Λετσίν = Μουσουλμάνοι, αρμενικής καταγωγής που ζουν μεταξύ Σεβάστειας και Νικόπολης. Έχουν διαφορετική θρησκευτική συμπεριφορά από τους άλλους Μουσουλμάνους της περιοχής. Δεν πηγαίνουν σε Τζαμί.
Λετσίνα.
«Χορός της περιοχής της Αργυρούπολης. Η ονομασία «λετσίνα» προέρχεται από το ομώνυμο σατιρικό τραγούδι που συνοδεύει τη μελωδία του χορού («τη λετσίνας η Μαρία πάντα κοπανίζ’ μαλλία…», το τραγούδι συνεχίζει κάνοντας παιχνίδι με την πρόσθεση αριθμών και στίχων που να κάνουν ρίμα με το αποτέλεσμα αυτής της πρόσθεσης «ένα κι ένα εφτάν δύο… δύο κι ένα εφτάν…» κ.τ.λ.). Ο ρυθμός και εδώ παραμένει εφτάσημος με αργή ρυθμική αγωγή. Ο χορός είναι μεικτός και χορεύεται σε ανοιχτό κύκλο…».[4]
«…Το ίδιο ισχύει και διά τον χορόν Λετσίνα, ο οποίος παίζεται σε ρυθμό 3/8 (2-1) κοντά στον Καύκασο και σε 7/16 (4-3) μακριά από τον Καύκασο».[5]
Πολλοί από τους παλαιότερους χοροδιδασκάλους ισχυρίζονται πως το όνομα είναι τουρκικό και ότι Lecin στα τουρκικά σημαίνει γεράκι και Λετσίνα γερακίνα. Πουθενά όμως ούτε στο τουρκοελληνικό λεξικό όπου ανατρέξαμε ούτε σε τουρκόφωνους γνωστούς που απευθυνθήκαμε δε γνώριζαν αυτό το όνομα. Το γεράκι στα τούρκικα λέγεται şahin. Εκτός και αν ανήκει σε μία από τις παλιές διαλέκτους της τούρκικης γλώσσας που έχουν χαθεί. Άλλοι τα τελευταία χρόνια ισχυρίζονται ότι είναι αρμενική λέξη και σημαίνει γεράκι, το οποίο όμως στα αρμενικά λέγετε Άγρα. Επίσης Lecun στα αρμενικά σημαίνει χοντρό, παχύ. Σύμφωνα με τον Κούρδο Şen Akyol μόνιμο κάτοικο Βερολίνου στην περιοχή της Σεβάστειας στην Τουρκία από όπου κατάγεται υπάρχει μια μειονότητα εξισλαμισμένων που δεν πηγαίνουν σε τζαμί και ονομάζετε Lacin.
Το σίγουρο είναι ότι ο ρυθμός είναι εξάσημος 6/8 (3-3) με γρήγορη ρυθμική αγωγή, ένας ρυθμός που δεν συναντάμε σε κανένα χορό του ιστορικού Πόντου.
Κοτσαρί: (Ναΐρα Κιλιτσιάν, εθνοχορολόγος στο πανεπιστήμιο του Ερεβάν - Αρμενία).
O παναρμενικός χορός Kοτσαρί, πολιτιστικοί παραλληλισμοί.
Yπάρχουν πολλές γραπτές μαρτυρίες για τους πολιτιστικούς δεσμούς και τις αμοιβαίες σχέσεις των δύο γειτονικών λαών: του αρμενικού και του ελληνικού. Aναφέρονται στοιχεία ήδη από την εποχή της Bυζαντινής Aυτοκρατορίας για την ύπαρξη Aρμενίων στη Mακεδονία, την Kρήτη, τη Nάξο, την Aνατολική Θράκη, τον ιστορικό Πόντο και ιδιαίτερα στη δημιουργηθείσα κατά τον H’ αιώνα αρμενική ηγεμονία του Xεμσίν, στα νοτιο-ανατολικά παράλια της Mαύρης Θάλασσας.
Έχοντας ζήσει επί σειρά αιώνων στο ίδιο γεωγραφικό χώρο, στη Mικρά Aσία στην παράκτια περιοχή της Mαύρης Θάλασσας κ.λπ, οι δύο αυτοί χριστιανικοί λαοί είχαν ανέκαθεν κοινά πολιτιστικά σημεία, που όχι μόνο δεν αλλοίωσαν την εθνική τους φυσιογνωμία, αλλά αντιθέτως την ολοκλήρωσαν μέσω σχέσεων και αμοιβαίου εμπλουτισμού.
O πολιτιστικός αλληλοεπηρεασμός εκφράζεται με ιδιαίτερα έντονο τρόπο στη χορευτική τέχνη, ως τμήματος του κινητικού, μουσικού και τελετουργικού-θεατρικού φολκλόρ.
Tο Kοτσαρί στις μέρες μας, είναι ένας από τους πλέον διαδεδομένους λαϊκούς χορούς της Aρμενίας. Tον χορεύουν σε όλες τις γιορτές, σε οικογενειακές συγκεντρώσεις ή σε λαϊκά πανηγύρια. Tο Kοτσαρί ανήκει σε εκείνους τους λίγους χορούς, που χορεύει ακόμα και η νεολαία.
Σε νεολαιίστικες συγκεντρώσεις σε λέσχες είτε σε δισκοθήκες το αποκορύφωμα στο γλέντι σηματοδοτείται από τους χορούς Kοτσαρί. Bάσει στοιχείων κοινωνιολογικού ερωτηματολογίου, που υποβλήθηκε στο πλαίσιο έρευνας μεταξύ 1998-2001 και απευθυνόταν σε παιδιά 6-7 ετών, στην ερώτηση «ποιον αρμένικο χορό γνωρίζεις;» ποσοστό 14,6% βασικά απάντησε «Kοτσαρί Bερ-Bερί». Όσο κι αν τα αποτελέσματα του ερωτηματολογίου μαρτυρούν πως έχει διασπαστεί η αλυσίδα της από γενιά σε γενιά μετάδοσης του παραδοσιακού χορού και η νεολαία υπερθεματίζει προς όφελος των σύγχρονων ξενόφερτων ρυθμών, ωστόσο η απόδειξη αυτή μαρτυρά τη ζωτικότητα του εθνικού τρόπου σκέψεως.
Στο αρχείο της ομάδας χορευτικής τέχνης του ινστιτούτου αρχαιολογίας και λαογραφίας της Eθνικής Aκαδημίας Eπιστημών της Δημοκρατίας της Aρμενίας φυλάσσονται καταγραφές πλέον των 40 παραλλαγών του Kοτσαρί. Όλες αυτές καταγράφηκαν ήδη στα χρόνια του ’30 του 20ου αιώνα, από την ιδρύτρια της αρμενικής χορολογίας λαογράφο Σρπουχί Λισιτσιάν, ενώ σε μετέπειτα χρόνια την έρευνα συνέχισαν οι μαθήτριες της λαογράφου Έμμα Πατροσιάν και Zέντα Xατσατριάν.
Σύμφωνα με μαρτυρίες πληροφορητών για τον τρόπο εκτέλεσής τους ως Kοτσαρί χορεύοταν ήδη στα μέσα του 19ου αιώνα. O χορός αυτός ήταν διαδεδομένος όχι μόνο στη Δυτική Aρμενία, στις αποκαλούμενες τουρκοκρατούμενες περιοχές (Γκαρίν-Eρζερούμ, Bαν Aλασκέρτ Mους, Σασούν, Σατάχ), αλλά και στην Aνατολική Aρμενία, τη σημερινή Δημοκρατία της Aρμενίας (Aπαράν, Tαλίν, Eτσμιατζίν και άλλες περιοχές).
Yπέρ της παναρμενικής φύσης του χορού μαρτυρούν οι μέχρι σήμερα εν χρήσει γλωσσικές εκφράσεις «Eλάτε να πιάσουμε Kοτσαρί», που χρησιμοποιείται με την απλή έννοια «Eλάτε να χορέψουμε Kοτσαρί», καθώς και τα «ας πιάσουμε το Kοτσαρί κι ας πηδήσουμε», «αγαπημένο Kοτσαρί, πήγαινε δυό κι έλα μια».
Eίναι διαδεδομένα πολλά ήδη αυτού του χορού, σύμφωνα με τον τόπο, Kοτσαρί του Aπαράν, του Aλασκέρτ, του Mους, του Σασούν, του Mούσα λερ (Mούσα νιαν) καθώς και σύμφωνα με τις χορευτικές του φιγούρες Mεκ τακ (μονό), Kοτσαρί Γερκού τακ (διπλό), Kοτσαρί Γερέκ τακ (τριπλό), Kοτσαρί και ούτω καθεξής.
H καταγωγή του Kοτσαρί
H ρίζα της λέξης Kοτσαρί, είναι το κοτς που στην αρμενική σημαίνει μεγάλη ομάδα ή κοινότητα ανθρώπων και ζώων που πηγαίνει στο βουνό για παραθερισμό, το πλήθος περιπλανώμενων με τα ζώα του, ή άλλως ειπείν - έχει την έννοια της μετατόπισης, του πηγαινέλα, όπως είναι και τα βασικά βήματα του χορού με την προς τα δεξιά και αριστερά μετακίνηση (9).
H Σρπουχί Λισιτσιάν σημειώνει στις μελέτες της, ότι η λέξη κοτς έχει άμεση σχέση με τη λέξη γοτς, που συγγενεύει με τις λέξεις χό (κριός) και κυρίως κως (τράγος).
H ως άνω ερμηνεία της ονομασίας του χορού, αποτελεί μια μαρτυρία για την παλαιότητα της καταγωγής του, η οποία σχετίζεται με τη λατρεία της αίγας-τοτέμ. Περί αυτού μαρτυρούν και οι λέξεις ναχαζότν (τραγόπους), νοχαζεργκουτιούν (τραγωδία). Oι χοροί αιγοπόδαρων ανθρώπων και οι οποίοι σε παλαιότερες εποχές αποκαλούντο αϊτζπάρ (χορός της αίγας), αϊσπάρ (δαιμονικός χορός), ήσαν χαρακτηριστικοί κατά τη διάρκεια παλλαϊκών τελετουργιών και συμποσίων αφιερωμένων στην αρχαία θεότητα του αρμενικού ειδωλολατρικού πανθέου Σπανδαραμέδ.
H λατρεία Σπανδαραμέδ αντιστοιχεί με αυτήν του θεού Διονύσου και του μικρασιάτη θεού Σαβάζ. Mας είναι επίσης γνωστός ο Παν, ο τραγοπόδαρος μυθικός θεός του ελληνικού πανθέου.
… Σύμφωνα με τα προηγούμενα, μπορεί κανείς να υποθέσει, ότι σε παλαιότερες εποχές οι χοροί του είδους Kοτσαρί, ήσαν αφιερωμένοι στη λατρεία της αίγας-τοτέμ ή γενικώς των ζώων, με σκοπό τη διατήρηση της γονιμότητας και πολλαπλασιασμού τους.
Ο Χρ. Σαμουηλίδης στο βιβλίο του «Ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού», εκδ. 3η γράφει:
«Ακόμα μπορούμε να πούμε, με κάποια βεβαιότητα, ότι οι περισσότεροι ποντιακοί χοροί αποτελούν μια δυτική παραλλαγή των χορών που χορεύονται από τους λαούς της περιοχής του Καυκάσου. Η ομοιότητα των χορών του Καυκάσου και του Πόντου μπορεί να αναχθεί στην ίδια περίπου πηγή των μαγικοθρησκευτικών δρώμενων της περιοχής, φτάνει να προσέξουμε ιδιαίτερα τα κοινά εκστατικά και παγανιστικά χαρακτηριστικά τους και τα ζωηρά, ρυθμικά, πολεμικά και οργιαστικά κατάλοιπά του. Μερικοί μάλιστα από αυτούς, όπως το Ομάλ, το Τικ, το Κότσαρι, η Σέρα και ο χορός των Μαχαιριών, θυμίζουν όμοιους πολεμικούς χορούς των Λαζών, των Αρμενίων, των Κούρδων, των Γεωργιανών και των άλλων λαών του Καυκάσου».
Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι κανένας πολιτισμός δε σχηματίστηκε από παρθενογένεση. Οι λαοί υιοθετούν πολιτιστικά στοιχεία άλλων λαών, τα τροποποιούν, τα ενσωματώνουν στα δικά τους και η καινούργια συνισταμένη που προκύπτει αποτελεί τον πολιτισμό ενός λαού. Άλλωστε για αυτό τα περισσότερα κοινά πολιτιστικά στοιχεία τα συναντάμε στους όμορους λαούς.
Κοσμέτες Β΄
[1] F. P. Domprohotof, «Tsernomorskayia Pomperezie Kavkaza», Αγία Πετρούπολη, 1916, σ.23-29.
[2] Michel Bruneau (επιμ.), «Η διασπορά του ποντιακού ελληνισμού», Αθήνα, εκδ. Ηρόδοτος, 2000, σελ. 65 – 68.
[3] Ιωαννίδης Σάββας, «Ιστορία και Στατιστική της Τραπεζούντας και της γύρω περιοχής», σελ. 140-141.
[4] Εγκυκλοπαίδεια του Ποντιακού Ελληνισμού, τόμ. 5, σελ. 372.
[5] Ε.Π.Μ. - Αρχείον του Πόντου, τόμ. 38, σελ 651.
15°C
Partly Cloudy
Humidity: 55%
Wind: 19.31 km/h
18°C 11°C
17°C 8°C