Αποσπάσματα από το υπό έκδοση βιβλίο του Νίκου Ζουρνατζίδη.
(Από δημοσίευση στην εφημερίδα "Εύξεινος Πόντος").
Γενικά για τους ποντιακούς χορούς.
Δύο κύματα χορευτικής τέχνης και επιρροής κατέκλυσαν, όπως συμπεραίνεται, την κυρίως Ελλάδα κατά τους πρώτους χρόνους της ύπαρξής μας.
Το ένα έφθασε από την Κρήτη, τη βασιλεύουσα του αιγιακού πολιτισμού, που περιείχε πολλά μητριαρχικά στοιχεία και κατάλοιπα παλιών πρωτόγονων κοινωνιών, και το άλλο «κατέβηκε» από τη Φρυγία και τον Πόντο και «έσερνε» μαζί του πολεμικά όργανα και πατριαρχικές προσφορές.
Αξιοσημείωτο είναι ότι και τα δύο αυτά ρεύματα άλλαξαν μορφή με τον καιρό και μετατράπηκαν το πρώτο από θρησκευτικό σε ενόπλιο και το δεύτερο από πολεμικό σε έξαλλο και εορταστικό. Η αλλαγή της μητριαρχικής κοινωνίας σε πατριαρχική, που ουράνιος καθρέφτης της είναι ο Όλυμπος, επηρεάζει όλες τις μορφές του ελληνικού πολιτισμού…
Οι θορυβώδεις, αδέξιοι και πηδηχτοί χοροί, οι περισσότεροι προς τιμήν της Μεγάλης Μητέρας στην Φρυγία και τη Μικρά Ασία που είχε πολλά ονόματα και λεγόταν Ρέα, Γαία, Κυβέλη, Βένδις, Κορυτώ, Αστάρτη, Εκάτη ή αργότερα Αφροδίτη ή Ήρα ή Δήμητρα και λατρευόταν με πρωτόγονους ιερούς ολονύχτιους χορούς και ορειβασίες αντικαταστάθηκαν με «παρθενικούς» ιεροπρεπείς χορούς…
(Λαμπροπούλου Βούλα: Η φιλοσοφία των φύλων, σελ. 9).
Για μας τους Πόντιους ο χορός δεν είναι μόνο τρόπος έκφρασης αλλά και τρόπος ζωής. Για αυτό δε λείπει από καμία εκδήλωση της ζωής μας.
Τα λόγια χωρίζουν, ο χορός ενώνει. Ενώνει τα χέρια, ενώνει τις ανάσες, ενώνει τους καημούς και τα όνειρα και εκφράζει την ενότητα και την υπεροχή της ομάδας, για αυτό αποκαλύπτει το μεγαλείο ή τις αδυναμίες ενός πολιτισμού. Στην Κίνα του 6ου αιώνα π.Χ. ο σοφός Κομφούκιος έλεγε:
«Δείξτε μου πώς χορεύει ένας λαός και θα σας πω αν ο πολιτισμός του είναι άρρωστος ή υγιής».
(Ροζέ Γκαρωντύ: Ο χορός στη ζωή).
……Ο χορός είναι τρόπος βίωσης της ιδεολογίας και παράδοσης ενός λαού. Έτσι και στον Πόντο, όλες οι συνήθειες, τα ήθη, τα έθιμα, όλοι οι τρόποι λατρείας και ιεροτελεστίας των μελών της ποντιακής κοινωνίας βιώνουν μέσα από τους χορούς. Μ’ αυτόν τον τρόπο κρατούσαν την απόσταση από τον Τούρκο δυνάστη, απόσταση κοινωνική και πολιτιστική. Ταυτόχρονα εξασφάλιζαν την κοινωνική επαφή μεταξύ τους, απαραίτητη για να συνεχιστεί η αλληλοεπίδραση και αλληλοπροσανατολισμός.
Ένα δεύτερο στοιχείο είναι ότι ο χορός αποτελεί μια μορφή επικοινωνίας που διαφέρει από τις άλλες, γιατί το συναίσθημα, η δημιουργία κοινών τάσεων και η κοινωνική αλληλεγγύη μεταδίδονται με συμβολικές κινήσεις του κορμιού, των ποδιών, των χεριών, στοιχεία άγνωστα για τους αμύητους και για όσους δεν ανήκουν στην ίδια κοινωνική ομάδα. Σ’ αυτόν λοιπόν τον κόσμο της απόλυτης ετερονομίας απόμεινε τελευταίο δείγμα συμμετοχικής δημιουργικής διαδικασίας ο ομαδικός λαϊκός χορός.
Αν παρατηρήσουμε τους ποντιακούς χορούς μπορούμε να δούμε να αποκρυσταλλώνεται η δομή της ποντιακής κοινωνίας από την άποψη της κατανομής των κοινωνικών ρόλων. Οι ρόλοι των ανδρών είναι κυρίαρχοι, σε σχέση με των γυναικών που είναι κυριαρχούμενοι. Ο σεβασμός των νέων προς τους μεγαλύτερους φαίνεται μέσα από τους κοδεσπενιακούς χορούς, Διπάτ’, Τίκ’, Ομάλ’ (απλόν). Τους ονόμαζαν έτσι γιατί χορεύονταν ως επί το πλείστον από τους μεγάλους και τις οικοδέσποινες.
Οι θρησκευτικοί τελετουργικοί χοροί φανερώνουν την πίστη των Ποντίων στο έθιμο και το σεβασμό στις αξίες εκείνες που αναπαρήγαγαν τους θεσμούς της δικής τους κοινωνίας, όπως το Θύμιγμαν και το Κοτσαγγέλ’, δηλαδή οι χοροί που έχουν άμεση σχέση με το γάμο. Το ανεξάρτητο της σκέψης, το ελεύθερο της ψυχής τους, λάμπει μέσα από το χορό Σέρα. Οι χοροί αυτοί που η αρχή τους χάνεται μέσα στο θρύλο, δέχτηκαν την επίδραση γειτονικών και γηγενών λαών που ζούσαν μέσα στον Πόντο.
Μετά την άλωση της Τραπεζούντας από τους Οθωμανούς Τούρκους το 1461 αρχίζει ο βίαιος εξισλαμισμός που είχε σαν αποτέλεσμα πολλές περιοχές να χάσουν το γλωσσικό τους ιδίωμα. Το 1856 με την πίεση των τότε μεγάλων δυνάμεων της εποχής, Ρωσία, Αγγλία και Γαλλία, εκδίδεται το φιρμάνι του Σουλτάνου, που ήταν νόμος του κράτους, το επονομαζόμενο Χάτι Χουμαγιούν που έδινε στους διάφορους λαούς της οθωμανικής αυτοκρατορίας άρα και στους Πόντιους συνταγματικές ελευθερίες. Το κακό όμως όπως θα δούμε παρακάτω είχε συντελεστεί.
Στις αρχές του εικοστού αιώνα στον Πόντο ζούσαν περίπου 700.000 Έλληνες χριστιανοί, ένας σεβαστός αριθμός κρυπτοχριστιανών, πολλοί από τους οποίους είχαν φανερωθεί μετά το 1856, Τούρκοι, Αρμένιοι, Κούρδοι, Λαζοί, Εβραίοι κ.λπ., σε ένα σύνολο 2.050.000 περίπου κατοίκων. Βλέπουμε λοιπόν πως το ελληνικό στοιχείο υπερτερεί αριθμητικά.
Και ήρθε η μαύρη ώρα που οι Πόντιοι ξεριζώθηκαν από τις πατρογονικές τους εστίες. Σκόρπισαν σε χωριά και σε πόλεις της ελλαδικής γης, αποξενωμένοι, έχοντας να παλέψουν κάτω από σκληρές συνθήκες, έχοντας πιο πολύ από κάθε άλλη φορά την ανάγκη του συμπατριώτη τους. Αναπτύσσουν μια έντονη τάση ενοποίησης, η οποία γίνεται αισθητή μέσα από τη δημιουργία συλλόγων. Αυτόματα λειτουργεί το φυλετικό ένστικτο και η μεγάλη συναισθηματική φόρτιση ξεσπάει και εκφράζεται μέσα από το πιο αυθόρμητο, το πιο δυνατό πολιτιστικό στοιχείο, το χορό. (βλ. ζωντανές μαρτυρίες Όλγα Πετρίδου σελ…..)
Η δύναμη της επιβίωσης και η συνέχιση και διατήρηση των εθίμων, αφού εξέλιπαν οι περιστάσεις που προκάλεσαν τη γέννηση τους και έδιναν σημασία στο περιεχόμενό τους, τους έστρεψαν στο χορό. Έτσι ο χορός έγινε μέσο επιβίωσης για τη συνέχιση και τη διατήρηση της ποντιακής ταυτότητας στην Ελλάδα. Ήταν το πρώτο και το δυνατότερο στοιχείο για τη δύσκολη αρχή στο νέο περιβάλλον. Έπρεπε πρώτα να σταθούν στα πόδια τους και να ικανοποιήσουν τις οικονομικές τους ανάγκες, τις καθαρά βιοποριστικές. (Πρώτα το φουρνίν και επεκεί η εγκλησία - πρώτα ο φούρνος και μετά η εκκλησία), όπως έλεγαν οι παλαιότεροι. Όμως έπρεπε, αισθάνονταν την ανάγκη, να υπογραμμίσουν την πολιτιστική τους φυσιογνωμία, γιατί οι Έλληνες της Μαύρης Θάλασσας δεν ήταν μια άχρωμη, χωρίς παρελθόν κοινωνία. Ήταν ένας ζωντανός λαός με ιστορικό παρελθόν, με έντονη πολιτιστική δραστηριότητα, με ανεπτυγμένη την κοινωνική αλληλεγγύη. Μια κοινωνία δομημένη στέρεα πάνω σε κοινό σύστημα αξιών, δοκιμασμένο και αποτελεσματικό που λειτούργησε στη διατήρηση της πολιτιστικής και πολιτικής τους φυσιογνωμίας, ζώντας κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες διαβίωσης. Το μη ποντιακό περιβάλλον αμφισβητούσε τις πολιτιστικές τους αξίες. Γι’ αυτούς ήταν οι πρόσφυγες, οι τουρκόσποροι, οι αούτηδες. Μια κοινωνική περιθωριοποίηση για τον περισσότερο ποντιακό πληθυσμό άρχισε να υποβόσκει και να απλώνεται. Έπρεπε να αντιδράσουν, να κάνουν αισθητή την παρουσία τους, να διατηρήσουν την ταυτότητά τους, να επιβιώσουν. Όλα αυτά βρήκαν διέξοδο στα αστικά κέντρα, όπου οι Πόντιοι αντιπροσώπευαν μειοψηφία, στη δημιουργία ποντιακών συλλόγων όπου κυρίαρχο ρόλο έπαιξε ο χορός.
Μιλώντας για τους ποντιακούς χορούς και τα τραγούδια, αλλά και για κάθε πολιτιστικό στοιχείο, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι: Ποντιακό είναι κάθε τι που δημιουργήθηκε στην ευρύτερη περιοχή του Πόντου με όλες τις επιδράσεις και τις παραλλαγές του. Είναι φανερό ότι στη διαμόρφωση των διαφόρων παραλλαγών έπαιξαν σημαντικό ρόλο το φυσικό, το πολιτιστικό και το κοινωνικό περιβάλλον. Ιδιαίτερα ο λαϊκός χορός, σα δημιούργημα του λαού, άρα κυρίαρχο μέσο έκφρασής του, έχει τη δυνατότητα να δημιουργεί προϋποθέσεις για προσέγγιση και αλληλογνωριμία των λαών. Οι αγροτικές κοινωνίες, όπως του Πόντου, ήταν ως επί το πλείστον κλειστές οπότε ήταν εύκολο να κρατηθεί η αυθεντικότητα των παραδόσεων. Αντίθετα, οι σημερινές βιομηχανικές κοινωνίες είναι ανοιχτές. Έτσι δίνουν τη δυνατότητα στις πόλεις να συγκεντρώνουν μεγάλο αριθμό ατόμων με τελείως διαφορετικά ήθη, έθιμα και παραδόσεις. Τα άτομα αυτά ζουν, εργάζονται και διασκεδάζουν στους ίδιους κοινωνικούς χώρους με αποτέλεσμα ο πολιτισμός τους να χάνει την ιδιαιτερότητά του και να αποκτά μια ενιαία κατά μείζονα λόγο μορφή. Οι χοροί χάνουν την ιδιαιτερότητα που είχαν στην περιοχή προέλευσης τους. Η ποικιλία των ρυθμών τους περιορίζεται στο ελάχιστο, γίνονται πιο γρήγοροι - αποτέλεσμα ίσως της εποχής της ταχύτητας - όπως συμβαίνει σε όλες σχεδόν τις χώρες.
Στους Ποντιακούς χορούς έχουμε ακριβώς το ίδιο φαινόμενο που παρατηρείται στις διάφορες περιοχές της Ελλάδας, δηλαδή μια μελωδία να χορεύεται διαφορετικά από το ένα χωριό στο άλλο και να έχει διαφορετική ονομασία ή μικρή μουσική παραλλαγή.
Ο Πόντος είναι η πλουσιότερη ελληνική περιοχή σε ποικιλία χορών και τραγουδιών. Οι χοροί του με τις διάφορες παραλλαγές τους ξεπερνούν τους 100 (σύμφωνα με την τελευταία έρευνα) και σίγουρα υπάρχουν και άλλοι που δεν έχουν καταγραφεί ακόμα. Ο μεγάλος αριθμός και η ποικιλία των ποντιακών χορών οφείλεται στο γεγονός ότι ο Πόντος χωρίζεται οριζόντια σε δύο μέρη από την οροσειρά του Παρυάρδη που είναι συνέχεια της οροσειράς του Καυκάσου. Έτσι έχουμε τον παραλιακό Πόντο και το μεσογειακό. Πολλά ποτάμια εξάλλου ξεκινούν από το Νότο και κατευθυνόμενα προς Βορά εκβάλλουν στη Μαύρη Θάλασσα. Αυτό είχε σα συνέπεια η επικοινωνία μεταξύ των περιοχών αυτών να είναι περιορισμένη, με αποτέλεσμα μεταφερόμενη η παράδοση από την μία περιοχή στην άλλη να αλλάζει μορφή ώστε να δημιουργηθούν διαφορετικοί χοροί και πολλές παραλλαγές.
Ένας δεύτερος λόγος είναι η πληθυσμιακή σύνθεση της περιοχής.
«Το 1986, το Πανεπιστήμιο της Βόννης (και ειδικά το Πανεπιστήμιο του Tubingen) έκανε μία εθνολογική έρευνα στην Τουρκία με εμπόδια, παρεμβάσεις και χωρίς βοήθεια από την τουρκική κυβέρνηση. Όμως οι Γερμανοί και οι Άγγλοι εθνολόγοι του Πανεπιστημίου της Βόννης βρήκαν στην Τουρκία να κατοικούν 47 εθνότητες, που δεν έχουν καμιά φυλετική-εθνική σχέση με τους Τούρκους, παρά μόνο με την γλώσσα, που τους την επιβάλλουν. Θρησκευτικά, η πλειοψηφία των είναι Μουσουλμάνοι, αλλά έχουν κάποιες ιδιαιτερότητες δοξαστικές από τους Τούρκους. Από πολιτιστικής πλευράς, μπορούμε να πούμε ότι έχουν την δική τους κουλτούρα και τα δικά τους ήθη, έθιμα και λαϊκές παραδόσεις, την δική τους μουσική, χορό και τραγούδια, που δεν έχουν καμία σχέση με τα Τουρκικά. Το 1914-19, στην Μικρά Ασία, Αρμενία, Κουρδιστάν, ο πληθυσμός ήταν 12.512.846 κάτοικοι. Στην Μ. Ασία οι Τούρκοι-Οθωμανοί ήσαν 1.802.697 και στις περιοχές Αρμενίας-Κουρδιστάν μόνον 30.500 σε σύνολο πληθυσμού 2.644.140 κατοίκων (τα στοιχεία από την Διάσκεψη Παρισίων-Σεβρών). Δηλαδή οι Τούρκοι-Οθωμανοί ήσαν το 15% του πληθυσμού στην Μ. Ασία, που προσπαθεί σήμερα να εκτουρκίσει όλες τις άλλες εθνότητες.
Οι εθνολόγοι του Πανεπιστημίου της Βόννης, ανάμεσα στις 47 μικρές εθνότητες που κατοικούν στην Τουρκία, ανακάλυψαν και τους Ελληνόφωνους Μουσουλμάνους - Κρυπτοχριστιανούς, που κατοικούν στον Πόντο. Επίσης και τους Τουρκόφωνους Μουσουλμάνους Ελληνικής εθνικής συνειδήσεως. Μόνο το Ελληνικό κράτος ακόμη δεν τους έχει ανακαλύψει, διότι αρνείται την ύπαρξή των!».
(Άρθρο του Χρηστάκου Δόλοπα, στο περιοδικό Ενδοχώρα).
«Ο πληθυσμός της διοίκησης Τραπεζούντας, πριν από το 1870 (στοιχεία που έχει πάρει ο Π. Τριανταφυλλίδης από τους τουρκικούς καταλόγους, που δεν είναι αρκετά ακριβείς και περιγράφει στο βιβλίο του «Οι Φυγάδες», Αθήνα, 1870), έφτανε περίπου τις 900.000.
Απ’ αυτούς περίπου οι 600.000 πίστευαν στη Μωαμεθανική θρησκεία και οι 300.000 στη Χριστιανική, από τους οποίους και πάλι 40.000 ήταν Αρμένιοι».
(Χρήστος Σαμουηλίδης: Ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού, σελ. 351).
Το 1914 επίσημη στατιστική (Οικουμενικού Πατριαρχείου) έλεγε:
- Έλληνες Χριστιανοί 696.495
- Μωαμεθανοί 1.006.000
- Αρμένιοι 60.000
- Διαμαρτυρόμενοι 5.000
Θρησκευτικό σύνολο: 1.767.495.
Το 1914-1919 στο βιλαέτι Τραπεζούντος κατοικούσαν:
- Έλληνες ορθόδοξοι 404.633
- Μεσοχαλδηνοί 80.000
- Κόλχοι (Μιγγρελοί) 50.000
- Σάννοι 180.000
- Λαζοί 120.000
- Κιρκάσιοι, Αππαΐτες, Αβασγοί 79.000
- Τούρκοι-οθωμανοί 188.521
- Ιουδαίοι 400
- Αρμένιοι 46.000
- Αθίγγανοι 5.000
- Γεωργιανοί 55.000
Σύνολον 1.208.554
(Άρθρο του Χρηστάκου Δόλοπα, στο περιοδικό Ενδοχώρα).
Σ’ ένα σύνολο πληθυσμού 2.050.000 περίπου, πριν τη γενοκτονία, το ελληνικό στοιχείο στον Πόντο ήταν γύρω στους 700.000. Ήταν λογικό λοιπόν να δεχθούν επιδράσεις από τα αλλογενή φύλα και ειδικά από τους Αρμενίους στον Ανατολικό Πόντο που ήσαν πολυπληθείς στην περιοχή (και κυρίως στο Καρς). Επίσης στο δυτικό Πόντο όπως και στον κεντρικό λόγω της αστυφιλίας, είχαμε μεγάλη εγκατάσταση Καππαδόκων (ένας λαός με εξίσου ισχυρή παράδοση με τους Αρμένιους) και ήταν λογικό να επηρεαστούν και οι Πόντιοι, χώρια ότι συνόρευαν στα δυτικά μαζί τους. (Τα μεταλλεία του Άσπρου Βουνού (Ακ Νταγ Ματέν) βρισκόταν στα σύνορα με την Καππαδοκία και πολλοί μεταλλωρύχοι μετά την εξάντληση των μεταλλείων εργάζονταν εκεί σε διάφορες άλλες εργασίες).
Ένας τρίτος λόγος και από τους πιο σοβαρούς είναι σίγουρα το κλείσιμο των μεταλλείων της Αργυρούπολης και η μετακίνηση του πληθυσμού σε άλλες περιοχές. Στην περιοχή της Αργυρούπολης οι Σουλτάνοι είχαν δώσει ιδιαίτερα προνόμια γιατί εκεί ήταν καλοί τεχνίτες και μεταλλωρύχοι. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να καταστήσει την περιοχή την πιο πυκνοκατοικημένη και πλούσια στον Πόντο.
Οι ποντιακοί χοροί σήμερα.
Μετά το 1800 με την εξάντληση των μεταλλείων, έχουμε μια μετακίνηση πληθυσμού μεταλλωρύχων, από την Αργυρούπολη προς το Δυτικό Πόντο, στα χωριά του Μεταλλείου Αργυροχώματος (Κιουμούς Ματέν) το 1800, του Ν.Δ. Πόντου, Μεταλλείο Άσπρου Βουνού (Ακ Νταγ Ματέν) το 1832 κοντά στην Άγκυρα, Μεταλλείο Ταύρου (Μπουγά Ματέν), στο Ικόνιο και σε άλλες περιοχές εκτός Πόντου προς Ανατολάς όπου υπήρχαν μεταλλεία. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα στους καινούριους χώρους εγκατάστασης να έχουμε τη διαφοροποίηση των παλαιών χορών, δημιουργία νέων και τη διαφοροποίηση των μουσικών οργάνων, (κεμανές και μετέπειτα το βιολί, ούτι, κλαρίνο κ.λπ) τα οποία δημιούργησαν τη νέα δομή της ποντιακής μουσικής η οποία επηρέασε και το χορό.
Πολλοί από τους χορούς αυτούς, κυρίως του Δυτικού Πόντου, ατόνησαν για πολλά χρόνια στον Ελλαδικό χώρο, διότι στο Δυτικό Πόντο πολλές περιοχές έχασαν βίαια το γλωσσικό τους ιδίωμα και αναγκάστηκαν να μιλούν και να τραγουδούν τούρκικα. Ας μην ξεχνάμε ότι η γενοκτονία σε πολλές περιπτώσεις στην περιοχή έφτασε μέχρι και το 80% (όπως σε πολλά χωριά της Πάφρας). Τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούνταν περισσότερο ήταν το βιολί και το ούτι, με τα οποία τραγουδούσαν περισσότερο στα τούρκικα. (Το βιολί αντικατέστησε τον κεμανέ, που ήταν το βασικό όργανο των Καππαδόκων). Για τους ανοιχτούς χώρους χρησιμοποιούσαν το ζουρνά και το νταούλι.
Όταν ήρθαν στην Ελλάδα οι Πόντιοι του Ανατολικού Πόντου που μιλούσαν ποντιακά και έπαιζαν λύρα, το κατ’ εξοχήν σήμερα ποντιακό μουσικό όργανο, επεκράτησαν των Δυτικών η πλειοψηφία των οποίων έπαιζε κεμανέ και μιλούσε τούρκικα, με συνέπεια να ατονήσουν τα τραγούδια και οι χοροί του Δυτικού Πόντου και να κρατήσουν καθαρά τοπικό χαρακτήρα. Μερικοί χοροί του Ανατολικού Πόντου, που δεν ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακοί, ατόνησαν επίσης. Οι συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί εκείνη την εποχή, με την ανάλογη ψυχολογική φόρτιση (δεν υπήρχε οικογένεια που να μην είχε καταγράψει στο ιστορικό της νεκρούς πριν και κατά τη διάρκεια της ανταλλαγής και με άγνοια της ιστορίας από τους περισσότερους), δεν επέτρεψαν στους Ποντίους των ανατολικών περιοχών να κατανοήσουν το τεράστιο πρόβλημα των δυτικών, στους οποίους προστέθηκε ακόμα ένα «πρόβλημα» της μη αποδοχής της παράδοσής τους από τους υπόλοιπους συμπατριώτες τους. Ό,τι τους θύμιζε Τουρκία ήταν κόκκινο πανί για τους Ποντίους του ανατολικού Πόντου.
Στον ελλαδικό χώρο, μερικοί χοροί όπως το Κότσαρι, η Σερανίτσα, η Λετσίνα κ.λπ. έχασαν τον τοπικό τους χαρακτήρα και χορεύτηκαν από όλους τους Πόντιους, ενώ άλλοι, όπως οι χοροί: Τάμσαρα, Ταμζάρα, Τίταρα, Έταιρε, Σαμψόν, Ντολμέ, Ανεφορίτ’σσα, Καλόν Κορίτσ’ κ.λπ, καθώς και οι χοροί της Πάφρας, του Μεταλλείου Άσπρου βουνού (Ακ Νταγ Ματέν), του Μεταλλείου Αργυροχώματος (Κιουμούς Ματέν), ορισμένοι της Νικόπολης (Γαράσαρης), της περιφέρειας Κακάτσης καθώς και της Γαλίανας, η οποία παρόλο που ανήκει στην ευρύτερη περιοχή της Τραπεζούντας, οι χοροί της διατήρησαν την ιδιαιτερότητα τους (έχουν μία ιδιομορφία στην κίνηση, που δεν τη συναντάμε σε άλλη περιοχή) και χορεύτηκαν μόνο από τους κατοίκους των συγκεκριμένων περιοχών για πάρα πολλά χρόνια, και μόνο τελευταία πολλοί από αυτούς έγιναν κτήμα των χορευτικών συλλόγων.
Σήμερα η εκμάθηση των χορών στις μεν πόλεις γίνεται από τους ποντιακούς συλλόγους, το σύνολο σχεδόν των οποίων διαθέτει χοροδιδασκάλους και χορευτικά συγκροτήματα, στα δε χωριά που έχουν αμιγή ποντιακό πληθυσμό μαθαίνονται μέσα από τη διασκέδαση, όπως δηλαδή γινόταν και στο φυσικό τους χώρο. Επειδή οι Πόντιοι στην Ελλάδα δε ζουν, όπως στον Πόντο, σε έναν ενιαίο χώρο όπου θα μπορούσαν να αναβαπτίζονται, θα πρέπει, αν θέλουν να διατηρήσουν την πολιτιστική τους ιδιαιτερότητα, να δείξουν ξεχωριστό σεβασμό στην κλασική μορφή των χορών τους.
Δυστυχώς πολλοί χοροδιδάσκαλοι δε φαίνεται να κατανοούν αυτή την αναγκαιότητα. Έτσι παρατηρείται έντονα το φαινόμενο της παραποίησης της παραδοσιακής μορφής των χορών εν ονόματι της «καλλιτεχνικής χορογραφίας».
Για τους ποντιακούς χορούς δεν υπάρχει εκτεταμένη βιβλιογραφία. Από τις πιο σημαντικές δημοσιεύσεις - αν όχι η σημαντικότερη αλλά με αρκετά λάθη, γιατί η μελέτη του περιορίστηκε περισσότερο στα οργανωμένα χορευτικά των συλλόγων όπως αυτά διαμορφώθηκαν τις δεκαετίες 1970 - 80 όταν έκανε τη διατριβή του και όχι τόσο στην πρώτη γενιά- είναι η διατριβή του Κιλπάτρικ, καθηγητή στο πανεπιστήμιο του Λος Άντζελες, η οποία δημοσιεύτηκε στην αγγλική γλώσσα σαν παράρτημα 12 του «Αρχείου του Πόντου». Σαν γενικά χαρακτηριστικά των ποντιακών χορών ο Κιλπάτρικ αναφέρει τα παρακάτω:
- Μικρά βήματα, δεν καλύπτεται μεγάλος χώρος.
- Τα πόδια κρατιούνται το ένα κοντά στο άλλο χωρίς να εκτείνονται πέρα από το σώμα - γενικά πολύ περιορισμένα.
- Τα πόδια πιέζουν το έδαφος χωρίς να απομακρύνονται πολύ από αυτό.
- Ο πρωτοχορευτής δεν κάνει αυτοσχεδιασμούς που δεν μπορούν να γίνουν απ' τους υπόλοιπους. Έτσι αρκετές φορές οι χορευτές σχηματίζουν κλειστούς κύκλους.
- Τα βήματα των χορευτών είναι γενικά περίπλοκα, ιδιαίτερα στον γρήγορο ρυθμό.
- Δεν υπάρχει χτύπημα ποδιού ή χτύπημα στο πάτωμα ή στο σώμα με το χέρι.
- Η κίνηση του κορμιού τονίζεται μερικές φορές με την κίνηση των ώμων.
- Η κάμψη και η περιστροφή του κορμιού είναι κοινή σε αρκετούς χορούς.
- Τα κρατήματα των χεριών αλλάζουν κατά τη διάρκεια του ίδιου χορού, σύμφωνα με την μορφή του χορού, και πρέπει να είναι ελεύθερα να κινούνται γρήγορα πίσω και μπροστά.
- Τα χέρια κρατιούνται κοντά στο σώμα, έτσι ώστε να υπάρχει ελάχιστος κενός χώρος ανάμεσα στους χορευτές και περισσότεροι χορευτές να χορεύουν σε μικρότερο χώρο.
- Οι χορευτές κινούνται προς τα δεξιά σε πολλούς χορούς καθώς επίσης μπροστά και πίσω σε αρκετούς ή αποκλειστικά προς τα αριστερά.
- Απαλοί και έντονοι τρόποι κίνησης ασκούνται στον ίδιο χορό, ταυτόχρονα από διαφορετικούς χορευτές.
- Ο τρόπος κίνησης στους ποντιακούς χορούς ποικίλει από τα πιο άτονα, αργά, ξεκούραστα, αβίαστα, συρτά βήματα στα πιο έξαλλα, έντονα, με σωματικές απαιτήσεις και βίαια βήματα και κινήσεις.
- Η μουσική συχνά παίζεται χωρίς χορό, το αντίθετο όμως δεν συμβαίνει ποτέ. Ακόμη, για την εκμάθηση των χορών θεωρείται καλύτερο κάποιος λυράρης να παίζει για τους χορευτές παρά να χρησιμοποιούν δίσκους ή κασέτες.
Και παρακάτω: Στην αρχή ήταν η προσπάθεια να μάθω τα βήματα και μετά αφού τα έμαθα άρχισα να βαριέμαι και να γίνομαι ανυπόμονος. Απορούσα πώς αυτοί οι άνθρωποι χόρευαν όλο το βράδυ και πώς ένας τους χορός μπορούσε να διαρκέσει σχεδόν μία ώρα. Συνήθισα στην Αμερική σε μεγαλύτερη ποικιλία χορών, σε γρηγορότερο ρυθμό, με διάρκεια όχι πάνω από 3 λεπτά. Την τρίτη εβδομάδα της προσπάθειάς μου άρχισα να καταλαβαίνω πως η ευκολία με την οποία μπορούσα να χορεύω, να ξεκουράζομαι και να απολαμβάνω την κίνηση ήταν εκπληκτική. Το αίσθημα της ζεστασιάς και της ένωσης με τους υπόλοιπους χορευτές ήταν μοναδικό και με έφερνε σε αμηχανία.
Αρκετά αργότερα άρχισα να καταλαβαίνω ότι ανακάλυπτα μ' ένα περιορισμένο αλλά πραγματικό τρόπο, μερικά σαν από υπνωτισμό αποτελέσματα που συνόδευαν πολλούς ελληνικούς χορούς. Βέβαια προέκυπταν αρκετές απορίες, όπως: πώς όλοι οι χορευτές ήξεραν ότι ο χορός τελείωνε προτού εγώ να καταλάβω ότι οι μουσικοί θα σταματούσαν; Οι χορευτές κατέβαζαν τα χέρια, γύριζαν στα τραπέζια τους, οι μουσικοί όντως είχαν σταματήσει και εγώ ήμουν ο μόνος που είχε μείνει στην πίστα. Άκουγαν κάτι στη λύρα που εγώ δεν άκουγα.
Όταν άρχισα τα μαθήματα λύρας και είχα μάθει φωνητική μελωδία πάνω στη λύρα, σκέφτηκα ότι ο μουσικός τρόπος ήταν καθαρός, κατάλαβα ότι πολλοί ορχηστρικοί τόνοι έμοιαζαν να είναι τελείως έξω από την τροπική μορφή και συχνά ακούγονταν σαν λάθη όταν τους έπαιζα, ενώ ο δάσκαλος μου μπορούσε να τους δώσει έτσι ώστε να γίνονται τέλεια δεκτοί από τον κόσμο.
Όταν είδα πώς χόρευαν οι Πόντιοι τον ελληνικό σκοπό που λέγεται «Αιγιώτισσα» δεν αναγνώρισα το χορό. Η «Αιγιώτισσα» είναι ένα Καλαματιανό σε 7/8, το οποίο διαιρείται σε ένα μακρύ και δύο σύντομα χτυπήματα δηλαδή 3-2-2. Στις ποντιακές ταβέρνες η λύρα τόνιζε τον σκοπό σαν να ήταν
2-2-3 και οι χορευτές άρχιζαν με γρήγορα βήματα παρά με το αργό βήμα που συνδέεται με το τρίτο χτύπημα. (Αρχείου του Πόντου, παράρτημα 12).
Άλλη εργασία σχετική με τους ποντιακούς χορούς είναι η δημοσίευση του Δημ. Κουτσογανόπουλου στον 28ο τόμο του ¨Αρχείου του Πόντου¨. Μεταξύ άλλων αναφέρει: «Όλοι οι ποντιακοί χοροί χορεύονται από άνδρες και γυναίκες εκτός των χορών Τρομαχτόν, Λατσίνας (προφανώς εννοεί την Λετσίνα) και Σέρας, τους οποίους χορεύουν μόνο άνδρες. Οι γυναίκες χορεύουν κατά προτίμηση τους χορούς: Ομάλ’, Τρυγόνα, Ομάλ’ Κάρς και Πατούλα». Και πιο κάτω: "Χορός Τρυγόνας: Παρθενικός χορός, φέρει τη σφραγίδα της παρθενικής ωραιότητας, χορεύεται από γυναίκες και συνοδεύεται από τραγούδι". Για τον χορό Χαιρεανίτσας: "Χορός παρθενικός σαν να τον συνέθεσε κάποιος αρχαίος λάτρης της θεάς Αρτέμιδος για να τον αφιερώσει εις τον βωμό της θεάς των Παρθένων. Χορεύεται από γυναίκες ως επί το πλείστον».
Από αυτά βγαίνει το συμπέρασμα ότι ο Δ. Κουτσογιαννόπουλος είδε τους χορούς με μία ρομαντική διάθεση, γιατί όλοι οι χοροί είναι μεικτοί εκτός των χορών Μωμο(γ)έρια, Σέρα και Μαχαίρια. Στον ελλαδικό χώρο όμως και αυτοί τις τελευταίες δεκαετίες χορεύονται και από γυναίκες.
Στη δεκαετία του ’60 παρατηρήθηκε μια έντονη άνθηση του νεοποντιακού τραγουδιού και μαζί με αυτό και η εισχώρηση της φιγούρας στους χορούς από τα ποντιακά χορευτικά. Ένα από τα συγκροτήματα που εμφανίστηκε με τελείως διαφοροποιημένους χορούς, οι οποίοι ήτανε χορογραφίες πάνω σε ποντιακή μουσική ήταν οι «Αμαζόνες» από τη Νέα Ιωνία του Βόλου οι οποίες είχαν χοροδιδάσκαλο πόντιο με καταγωγή από την πρώην Σοβιετική Ένωση ο οποίος είχε σπουδάσει χορό εκεί. Οι χοροί αυτοί δεν είχαν καμία σχέση με τους ποντιακούς, παρά μόνο η μουσική σου θύμιζε Πόντο. Θυμάμαι ότι τις πρωτοείδα στις 15 Αυγούστου του 1968 στο πανηγύρι της Παναγίας Σουμελά στην Καστανιά Βέροιας. Τέσσερις κοπέλες είχαν πιάσει τις γωνίες της πίστας από όπου με έναν ιδιαίτερο βηματισμό συναντήθηκαν στο κέντρο και αφού έκαναν επίδειξη με τα μαχαίρια, τα χτυπούσαν μεταξύ τους. Οφείλω να παραδεχτώ πως ήτανε για τα δικά μας μάτια και γνώσεις της τότε εποχής πολύ εντυπωσιακό. Μάλιστα, κάποια εποχή προσπαθήσαμε να αντιγράψουμε το χορό αλλά απογοητευτήκαμε γρήγορα, οπότε εγκαταλείψαμε την προσπάθεια, γιατί μας φάνηκε ιδιαίτερα δύσκολη. Οι υπόλοιποι χοροί που χόρεψαν, βηματικά δεν είχαν καμία απολύτως σχέση με κανέναν από τους μέχρι τότε γνωστούς χορούς.
Ένα δεύτερο συγκρότημα ήταν αυτό του Ξυμίτ’ (Κων/νος Κυριαζίδης) από τη Θεσσαλονίκη. Τον θυμάμαι από τον Αύγουστο του 1969 στο Παμποντιακό Φεστιβάλ Καβάλας, στο αρχαίο θέατρο Φιλίππων. Ήτανε ένα τεράστιο πανηγύρι, που γινόταν κάθε 4 χρόνια, όπου επί τρεις ημέρες κάθε μέρα παρουσιάζονταν και κάτι διαφορετικό, ένα θεατρικό έργο, διαγωνισμός χορών, διαγωνισμός λύρας και τραγουδιού. Όλα αυτά είχαν και χρηματικά βραβεία (κακή συνήθεια της εποχής)…
….Τέτοιου είδους εκδηλώσεις που ήταν πολλές στην εποχή εκείνη έδιναν τη δυνατότητα στα διάφορα χορευτικά να δημιουργούν επαφές στη βάση και να αναβαπτίζουν το ποντιακό φρόνημα των νέων. Γιατί μήνες πριν άρχιζε η προετοιμασία για τη συμμετοχή του χορευτικού και όχι μόνο στις συγκεκριμένες εκδηλώσεις.
Ο Κωνσταντίνος Κυριαζίδης ο οποίος έπαιζε και λύρα, είχε ένα από τα πιο διάσημα χορευτικά της εποχής το οποίο κράτησε την παραδοσιακή μορφή των βημάτων με μεγαλύτερη ταχύτητα, αλλά «εισήγαγε» φιγούρες μέσα στους χορούς. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα οι χοροί να αποκτήσουν μια ιδιαίτερη θεαματικότητα και να γίνονται αποδεκτοί με ιδιαίτερο ενθουσιασμό από τον κόσμο που τους παρακολουθούσε, πράγμα που «ανάγκασε» και άλλα χορευτικά να υιοθετήσουν αυτή τη μορφή. Είναι η μορφή που επικράτησε για 30 περίπου χρόνια και εξακολουθεί να υιοθετείται από αρκετά χορευτικά ακόμα και σήμερα. Είναι η χρυσή εποχή που σε όλα σχεδόν τα πανηγύρια καλούνται χορευτικά συγκροτήματα, και μάλιστα, σε ορισμένες περιοχές γίνονται και διαγωνισμοί χορού με χρηματικά έπαθλα. Τα έπαθλα αυτά ήταν η αιτία να δημιουργηθεί ένα έντονο ανταγωνιστικό κλίμα χωρίς όμως αντιπαλότητα μεταξύ των χορευτών. Το αποτέλεσμα ήταν οι χοροί να περιοριστούν στο ελάχιστο, (άλλωστε του κεντρικού και δυτικού Πόντου δεν τους γνωρίζαμε) και να γίνεται από τους χοροδιδασκάλους μια επιλογή συγκεκριμένων χορών, των πιο θεαματικών. Οι χοροί αυτοί συνήθως ήταν Κότσαρι, Λετσίνα, Σερανίτσα, Τρυγόνα και φυσικά η Σέρα. Πολύ σπάνια χορεύαμε και κάποιον άλλο χορό. Και μουσικά όμως ήμασταν πάρα πολύ φτωχοί. Στους χορούς μας χρησιμοποιούσαμε μόνο την ποντιακή λύρα, και μάλιστα χωρίς τραγούδι. Βέβαια εδώ μπορώ να πω ότι ήμασταν παραδοσιακοί γιατί δε χρησιμοποιούσαμε μαζί με τη λύρα το νταούλι, όπως ακριβώς γινόταν και στον Πόντο. Ενδυματολογικά, καλύτερα να μην αναφερθώ. Παντελώς απαράδεκτη κατάσταση.
Την εποχή αυτή πρωτοεμφανίζονται και τα παιδικά συγκροτήματα. Ήταν εκπληκτικό να βλέπεις παιδάκια 5 και 6 χρονών να αποδίδουν με ιδιαίτερη ευχέρεια τους ποντιακούς χορούς και ειδικά το δυσκολότερο όλων τη Σέρα. Όλοι εμείς οι μεγαλύτεροι νιώσαμε μια ανακούφιση διότι είπαμε ότι ο ποντιακός χορός δε σβήνει, πέρασε στην επόμενη γενιά. Βλέπετε εκείνη την εποχή όποιος σε ηλικία 20-30 χρονών ασχολείτο με την παράδοση εθεωρείτο γραφικός. Η εμφάνιση όμως αυτών των παιδιών έμελλε να έχει και αρνητικές παραμέτρους οι οποίες δεν μπορούσαν να προβλεφθούν τότε και δεν ξέρω αν μπορούσαν να αποφευχθούν στην περίπτωση που τις προβλέπαμε. Πρώτον έγινε το λάθος από τους τότε χοροδιδασκάλους να βάλουν μικρά κοριτσάκια, όταν το φύλο του παιδιού ήταν δυσδιάκριτο, να χορέψουν το χορό Σέρα με αντρικές ενδυμασίες, κάτι που συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας, και αλλοιώνει τη μορφή του χορού, που είναι καθαρά αντρικός. Μάλιστα σε μια διημερίδα που διοργάνωσε η Ομοσπονδία Ποντιακών Σωματείων Νότιας Ελλάδος (Ο.Π.Σ.Ν.Ε.) το 2001, πάνω στην ποντιακή παράδοση στο ξενοδοχείο Τιτάνια στην Αθήνα έδωσε το δικαίωμα στον καθηγητή Άλκη Ράφτη (έναν άνθρωπο πολυγραφότατο, γνώστη της παράδοσης, πρόεδρο του Θεάτρου Ελληνικοί Χοροί Δόρα Στράτου, πρόεδρο της Διεθνούς Οργάνωσης Λαϊκής Τέχνης - Δ.Ο.Λ.Τ., και του C.I.D.-Conseil International de la Danse) να πει ότι οι Πόντιοι χορεύουν «τραβεστί Σέρα». Συμφωνώ απόλυτα μαζί του, έστω και αν η διατύπωση ήταν σκληρή, γιατί όταν βλέπεις γυναίκες με βγαλμένα φρύδια, βαμμένα τα μάτια και τα χείλη και με δεδομένη τη σωματική τους διάπλαση, να χορεύουν το χορό αυτό, τι άλλο μπορεί να σκεφτεί ένας μη Πόντιος; Είναι κάτι που δεν παρατηρείται στα χορευτικά των υπόλοιπων περιοχών της Ελλάδας και αν κάπου συνέβη, ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό. Η δικαιολογία η οποία προβάλλεται κατά κόρον είναι η έλλειψη αγοριών. Δικαιολογημένα όμως δημιουργείται το ερώτημα: εάν υπήρχε έλλειψη κοριτσιών, θα ντύνανε κοπέλες τους άντρες; Αυτό συμβαίνει στα χορευτικά συγκροτήματα στα οποία οι χοροδιδάσκαλοι έχουν τους χορευτές από την παιδική τους ηλικία και ντύνουν τα κοριτσάκια με ανδρικές ενδυμασίες. Οπότε μία κοπέλα που μεγαλώνει με αυτά τα δεδομένα το βρίσκει πολύ φυσιολογικό. Αναρωτιέμαι αν μία κοπέλα δεν έχει ζήσει με αυτές τις συνθήκες το χορό θα μπορούσε ποτέ να ντυθεί άντρας.
Ένα δεύτερο ήταν η απόδοση του ύφους των περιοχών. Δεν ήταν δυνατόν ένα παιδί να αποδώσει σωστά το ύφος των χορών της κάθε περιοχής. Ο χορός περιορίστηκε αποκλειστικά στο βήμα.
Βέβαια η παραδοσιακή μορφή των χορών με την ανάλογη κίνηση και ύφος έχει χαθεί οριστικά. Όλοι εμείς οι χοροδιδάσκαλοι της τρίτης γενιάς που εξακολουθούμε να ασχολούμαστε με την παράδοση και γνωρίσαμε την πρώτη γενιά για πολλά χρόνια, δυστυχώς με την πάροδο των χρόνων έχουμε αλλοιώσει το ύφος των χορών και μας έχει προκύψει μια νέα συνισταμένη. Έχουν εισχωρήσει στο χορό μας στοιχεία άσχετα με την μορφή που είχε στην πρώτη γενιά τα οποία προέκυψαν με το να αντιγράφει ο ένας τον άλλο και να δημιουργούνται συνεχώς καινούργιες χορευτικές εκφράσεις ώστε ο ίδιος χορός να αλλάζει με εκπληκτική ταχύτητα μορφή. Οι χοροί που έχουν επηρεαστεί και απέκτησαν σύγχρονη χορευτική έκφραση, περισσότερο από τους άλλους, είναι κατά πρώτο λόγο το Τικ’ διπλόν, Τικ’ Τόνγιας, Κότσαρι, Σερανίτσα, μα περισσότερο από όλους ο (η) Σέρα και λιγότερο οι υπόλοιποι. Στα περισσότερα όμως χορευτικά η αλλοίωση αφορά σχεδόν το σύνολο των χορών. Βέβαια όλα αυτά μπορούμε να πούμε πως δεν είναι τελείως αρνητικά διότι μπόρεσαν να ενσωματωθούν στα χορευτικά και παιδιά που δεν έχουν ποντιακή καταγωγή. Και είναι πάρα πολλά αυτά.
Σκέψεις για τη σημερινή κατάσταση της ποντιακής παράδοσης.
Ο πολιτισμός στον οποίο εντάσσεται και ο Χορός δεν είναι μια στατική έννοια. Είναι το σύνολο του τρόπου ζωής ενός λαού.
Ο Σωκράτης επαινούσε το Χορό ως παράμερη άσκηση και ο Πλάτωνας τον θεωρούσε ως το τέλειο μέσο άσκησης.
Οι Πόντιοι σε κάθε κορυφαία συναισθηματική έξαρση χαράς και όχι μόνο (ταφικό έθιμο), το ρίχνουν στο χορό, έτσι που σου δίνουν την εντύπωση πως ο χορός έχει κυρίαρχο ρόλο στη ζωή τους και σίγουρα έχει. Ακόμα και όταν έφευγαν τα παιδιά τους για να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία, ένα βράδυ πριν την αναχώρηση, στο σπίτι του υποψήφιου φαντάρου στηνόταν ολόκληρο γλέντι με χορό και τραγούδι, λες και γιορτάζανε το μεγαλύτερο χαρμόσυνο γεγονός που μπορούσε να τους συμβεί. Ειδικά εάν υπήρχαν και άλλα παιδιά από το ίδιο χωριό, πολλές φορές το γλέντι μεταφερόταν από τα σπίτια στην πλατεία του χωριού, όπου συμμετείχε όλο το χωριό, και καμιά φορά συγγενείς από άλλα χωριά. Και ήταν πολύ περίεργο το συναίσθημα να βλέπεις τον πατέρα έντονα συγκινημένο, τη μητέρα να κλαίει και παράλληλα να προσπαθεί να εξυπηρετήσει όλους τους καλεσμένους, και από την άλλη το γλέντι να βρίσκεται στην κορύφωσή του με χορό και τραγούδι. Η αντίθεση σε όλο της το μεγαλείο.
Στην πλατεία του χωριού όπου μπορείς να δεις την πραγματική εικόνα του χορού, συνυπάρχουν οι νέοι με τους ηλικιωμένους, οι ευτραφείς με τους αδύνατους, οι ψηλοί με τους κοντούς, οι χαμηλών τόνων με τους υπερκινητικούς. Όλα αυτά δημιουργούν τη διαφορετικότητα και την ομορφιά της λαϊκής παράδοσης, κάτι που δεν υπάρχει στα σημερινά χορευτικά συγκροτήματα και πώς θα μπορούσε άλλωστε, αφού αυτά στην πλειοψηφία τους λειτουργούν με τη φιλοσοφία που επιβάλλεται από το χοροδιδάσκαλο, και που δυστυχώς στους περισσότερους συλλόγους δεν ελέγχεται από τα Δ.Σ. λόγω έλλειψης γνώσεων.
Ο χαρακτήρας και η σωματική διάπλαση παίζουν καθοριστικό ρόλο στη χορευτική ικανότητα του ατόμου. Ένας άνθρωπος χαμηλών τόνων όταν τον αφήσεις να εκφραστεί ελεύθερα, χαμηλών τόνων θα είναι και στο χορό του.
Στα περισσότερα χορευτικά συγκροτήματα αντί να προσαρμόσει ο χορευτής το χορό στο σώμα του, σύμφωνα με τις χορευτικές του ικανότητες, του επιβάλει ο χοροδιδάσκαλος έναν συγκεκριμένο τρόπο «εκτέλεσης» του χορού πανομοιότυπο σε όλους τους χορευτές και φτάνουμε στο σημείο να βλέπουμε διμοιρίες επιδείξεων με στρατιωτική πειθαρχία σε ασκήσεις ακριβείας. Εάν κάποιος δεν μπορεί να εφαρμόσει τις οδηγίες του χοροδιδάσκαλου και να αποδώσει το χορό σύμφωνα με τη δική του αισθητική, αποβάλλεται σαν ανίκανος ή ανεπίδεκτος μαθήσεως, ή δεν ενσωματώνεται ποτέ στην ομάδα των παραστάσεων.
Αυτό το είδος χορού δυστυχώς έγινε περισσότερο αποδεκτό από την πλειοψηφία των Ποντίων και μη, γιατί το αντιμετώπισαν αποκλειστικά και μόνο σαν θέαμα. Βλέπετε αυτή η απόλυτη ομοιομορφία σε συνδυασμό με την υπερβολική ταχύτητα έκαναν το χορό κατά την άποψη των περισσοτέρων πιο θεαματικό.
Είναι η μορφή του ένα χέρι, ένα πόδι, ένα κεφάλι, που είναι και η ποιο εύκολη αφομοίωση ενός υποτιθέμενου παραδοσιακού χορού γιατί λείπει το δυσκολότερο σημείο του, το ύφος.
Όλοι μπορούν ακόμα και οι ποιο ατάλαντοι να κουνάνε τα χέρια τους μπρος - πίσω και να στρίβουν το κεφάλι δεξιά - αριστερά. Ακόμα και από πολλά Δ.Σ συλλόγων, τους καθ’ ύλην αρμόδιους να διαφυλάξουν την παράδοση και να την μεταφέρουν αλώβητη στην επόμενη γενιά, δεν υπήρξαν αντιδράσεις. Και βέβαια όλη αυτή η προσπάθεια δεν έγινε με τη συμβολή των γνώσεων απάνω στο χορό μιας συγκεκριμένης περιοχής, αλλά ήταν μια προσπάθεια συγκάλυψης της έλλειψης των απαραίτητων γνώσεων, εισάγοντας νέα στοιχεία άγνωστα στους μυημένους.
Ο χορός δημιουργείται από ομάδα ανθρώπων και σιγά σιγά παίρνει την τελική του μορφή στη διάρκεια του χρόνου και με τη συμμετοχή μιας ολόκληρης κοινωνικής ομάδας. Ένας χορευτής όμως μπορεί να αλλάξει το ύφος ή το βήμα του χορού κάνοντας κάτι που αρέσει και αφομοιώνεται από τους υπόλοιπους κατοίκους ενός χωριού οπότε έχουμε μια καινούρια παραλλαγή σε μια συγκεκριμένη περιοχή.
Ο χορός πάνω απ’ όλα είναι φιλοσοφία. Όταν αλλάζει το ύφος ενός χορού έχουμε έναν άλλο χορό άσχετα αν το βήμα είναι το ίδιο. Ο χορευτής θα πρέπει να γνωρίζει και να μπορεί να δίνει στο χορό του το ύφος κάθε περιοχής. Τότε και μόνον τότε είναι γνώστης του χορού, όταν χορεύοντας με μία κοινωνική ομάδα, δεν ξεχωρίζει χορευτικά από αυτήν.
Για να γίνω πιο κατανοητός θέλω να παραθέσω δύο γεγονότα που συνέβησαν σ’ εμένα και έχουν άμεση σχέση με το χορό.
Ζωντανή μαρτυρία
Το 1976 συμμετείχα μαζί με άλλους χορευτές από το θέατρο της Δ. Στράτου σε μια περιοδεία ανά τη Βόρεια Ελλάδα με τον αείμνηστο λυράρη και τραγουδιστή από τη Δράμα, τον Κωστίκα Τσακαλίδη. Στην παράσταση που δώσαμε στην Καβάλα στο κινηματοθέατρο «Ολύμπια» ανάμεσα στους θεατές ήταν κι η μητέρα μου Σοφία Ζουρνατζίδου. Η παράσταση τελείωνε με το χορό «Σέρα». Τελευταίος χόρευε ο Βαγγέλης ο Δημούδης, Θρακιώτης στην καταγωγή, από τους καλύτερους χορευτές του συγκροτήματος της Δ. Στράτου που πολλά χρόνια χόρευε μαζί μας ποντιακά και σήμερα είναι ένας από τους κορυφαίους δημοτικούς μουσικούς και τραγουδιστές και ειδικά της Θράκης.
Όταν τελείωσε η παράσταση και συνάντησα τη μητέρα μου, η παρατήρηση που μου έκανε, ήταν ότι ο τελευταίος χορευτής δεν ήταν Πόντιος (ήταν ο μόνος ανάμεσά μας που δεν ήταν Πόντιος). Βλέπετε, ενώ ήξερε πολύ καλά τα βήματα, του έλειπε αυτό το κάτι στο ύφος του χορού του, που θα έκανε το χορό του Ποντιακό και έγινε αντιληπτό από μια γυναίκα η οποία δεν είχε ιδιαίτερη σχέση με το χορό, αλλά γνώριζε το ύφος του.
Το δεύτερο παράδειγμα έχει να κάνει μ’ έναν Πόντιο χορευτή, το Στέφανο Σιδηρόπουλο από το Αιγάλεω Αττικής, ο οποίος χορεύει στο χορευτικό όμιλο Ποντίων «Σέρα».
Ο Στέφανος δίδασκε ποντιακό χορό σε κάποιους φοιτητές στην Πλάκα, οι οποίοι χόρευαν χορούς από όλες τις περιοχές της Ελλάδας. Μέσα στην ομάδα αυτή, έμαθε και ορισμένα Κρητικά. Μια βραδιά λοιπόν στο ποντιακό κέντρο «Κορτσόπον» του οποίου τυγχάνω συνιδιοκτήτης, μου ζήτησε να χορέψει μαζί με κάποιους φίλους του και κρητικά. Όταν ανέβηκε στην πίστα και άρχισε να χορεύει Χανιώτικο συρτό, με πλησίασε ο Μιχάλης Σηφακάκης, πρωτοχορευτής στο κρητικό συγκρότημα «Κουρήτες» και στο θέατρο Ελληνικών χορών της Δόρα Στράτου, που έτυχε να βρίσκεται εκείνο το βράδυ εκεί και με την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό με ρώτησε τι χορό χορεύανε; Εγώ του απάντησα, αστειευόμενος: Χανιώτικο συρτό Τραπεζούντας. Βλέπετε, μπορεί το βήμα να ήταν Κρητικό, όμως το ύφος και η κίνηση του χορού ήταν καθαρά ποντιακή. Αυτό λοιπόν που δίνει ταυτότητα στο χορό δεν είναι το βήμα, αλλά το ύφος και η κίνηση. Έτσι δημιουργήθηκαν οι διάφορες παραλλαγές των χορών με την αστυφιλία. Αν κάποιος πριν τον ερχομό των Ποντίων στην Ελλάδα είχε ταξιδέψει στην Κρήτη, έβλεπε τον Χανιώτικο Συρτό, του άρεσε και επιστρέφοντας στον Πόντο τον χόρευε και τον μετέδιδε στους υπόλοιπους φίλους και συγχωριανούς του, εάν αφομοιωνόταν από αυτούς και έφτανε στις μέρες μας, σήμερα θα είχαμε μια καινούρια μορφή χορού η οποία θα ήταν προσαρμοσμένη στα συγκεκριμένα χορευτικά δεδομένα των Ποντίων, τα οποία διαφέρουν ριζικά από αυτά των Κρητών και ο χορός αυτός θα ήταν σίγουρα ποντιακός. Η μουσική η οποία θα παιζόταν κατά προσέγγιση με την ποντιακή λύρα, (όπως θα τη μετέδιδε το συγκεκριμένο άτομο) θα ήταν παραλλαγή της κρητικής και ίσως σήμερα εμείς οι «ειδικοί» να προσπαθούσαμε να εξηγήσουμε το φαινόμενο μνημονεύοντας ακόμη και το Νικηφόρο Β΄ Φωκά που το 960 – 61 είχε εκστρατεύσει στην Κρήτη που είχε ερημωθεί από τους Σαρακηνούς μεταφέροντας οικογένειες Ποντίων και Αρμένιων προς λύσει του Αρμενικού θέματος στο οποίο υπαγότανε και ο Πόντος.
Εάν πάρουμε δύο ομάδες Ποντίων και τις στείλουμε σε δύο διαφορετικά μέρη με διαφορετική παράδοση και μετά από χρόνια συναντηθούν ξανά, τον ίδιο ποντιακό χορό θα τον χορεύουν τελείως διαφορετικά, διότι θα έχουν επηρεαστεί από το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον της νέας περιοχής όπου εγκαταστάθηκαν.
Κοσμέτες β΄