Κείμενο του Νίκου Ζουρνατζίδη, από δημοσίευση στην εφημερίδα Εύξεινος Πόντος
Η Νικόπολης Καραχισάρ – CHαρκή ή CHεπίν Καραχισάρ Καραχισάρ ή Γαράσαρη μία από τις σπουδαιότερες αρχαίες πόλεις του Πόντου βρίσκεται βορειοανατολικά του νομού Σεβάστειας. Όλη η επιφάνεια του Σαντζακίου είναι περίπου 9.800 τετραγωνικά χιλιόμετρα και σε υψόμετρο 1.500 μέτρα, στις δε πεδιάδες 1.000 μέτρα.
Στο βιβλίο (Ποντιακαί Μελέται – Ιστορία και λαογραφία εκκλησιαστικής επαρχίας Κολωνίας και Νικοπόλεως – Καβάλα 1964) διαβάζουμε: Αι αφηγήσεις των αρχαίων και νεωτέρων συγγραφέων περί της αρχικής τοποθεσίας της πόλεως αυτής, ως και η θέσις ένθα έλαβαν χώραν η μάχη του Πομπηΐου μετά του Μιθριδάτου του Ευπάτορος, διίστανται τόσον πολύ, ώστε είναι ανάγκη ν’ αναφέρωμεν ιδιαιτέρως όλας τας σχετικάς αφηγήσεις, και πηγάς δια να καταλήξωμεν εις εν συμπέρασμα.
Ούτως ο Θεοντόρ Μομσεν Ιστοάρ Ρωμαίν’ τομ. 6, σελ. 138 και το σύγγραμμά του περί της μονής της Νικόπολης αναφέρει τα εξής: Ο διάδοχος του Λουκούλου Ρωμαίος στρατηγός Πομπήϊος εξεστράτευσε κατά του Μιθριδάτου του Ευπάτορος το έτος 66 π.Χ. προς κατάληψην και καθυπόταξιν των μερών τούτων εις την Ρωμαϊκήν αυτοκρατορίαν.
Τα υπό τας διαταγάς του στρατεύματα επλησίασαν πολύ τα εχθρικά και χωρίς να γίνουν αντιληπτά κατέλαβαν εν ύψωμα, το οποίον εδέσποζε εις μίας στενήν διάβασιν, δια της οποίας και μόνον ηδύνατο να διαφύγει ο εχθρός επί της μεσημβρινής όχθης του Λύκου ποταμού, όχι μακράν του σημερινού Εντερές και εκείθεν επετέθησαν κατά των στρατευμάτων του Μιθριδάτου, τα οποία απεδεκατίσθησαν, ο δε Μιθριδάτης ετράπη εις φυγήν από τα απόκρημνα μέρη του υψώματος και κατέφυγεν εις την Αρμενίας. Εις την θέσιν ταύτην έκτισεν ο Πομπήϊος πόλιν, την οποίαν ονόμασε Νικόπολιν (πόλιν της νίκης).
Κατ’ άλλην εκδοχήν (Ασία Μινόρ Παρίς 1878 Φαντασιό ντε Νικοπόλ σελ. 388) ο Πομπήϊος μη θέλων να καταδιώξει τον Μιθριδάτην πέραν του Φάσιος, ίδρυσεν εις τον τόπον της νίκης, μίαν πόλιν, την Νικόπολιν, όπου ώκησεν ως πρώτους κατοίκους τους αναπήρους, ασθενείς, γέροντες εκ των στρατιωτών του και αριθμό τινά υπηρετών.
Επί τουρκοκρατίας παύει να αναφέρεται το όνομα Νικόπολις, σβήνει δε και το όνομα Κολωνείας, αντ’ αυτού δε επικρατούν οι ονομασίαι «Γαράσαρη» και Γαλέσαρη. Και η μεν Γαράσαρη παραληφθείσα κοινώς εκ της τουρκικής «Γαρεσάρι» επισήμως δε και γραπτώς αποδιδομένης δια της λέξεως Καράχισάρ, ήτοι πάλιν ουδέν αλλά είναι, τιμή μετάφρασις του ονόματος το οποίον απέδωσαν οι Αραβες εις το φοβερόν και απόρθητον φρούριον της Νικοπόλεως, όταν αντίκρισαν κατά τας επιδρομάς των εις την Μικράν Ασίαν κατά τον Ζ’ και Η’ αιώνα, η δε Γαλέσαρη ωσαύτως εκ της κοινής τουρκικής «Γαλεσάρ» ήτοι επισήμως και γραπτώς αποδίδεται εις την τουρκικήν με την λέξιν Κοϊλού – Χισάρ, όπως αντελήφθησαν και μετασχημάτισαν την ονομασίαν Κολωνίαν οι Σελτσούκοι Τούρκοι.
Η ασάφεια της τοποθετήσεις της πόλεως Νικοπόλεως επαναλαμβάνεται και εις τα συγγράμματα άλλων αρχαιολόγων.
Ο Ράμσεϊ θεωρεί ως Κολώνειαν το Καράχισάρ και γνώμην ασπάζεται και ο Κιουμόντ (Στωιούτια Πόντικα ΙΙ σελ. 296), την δε αρχαίαν Νικόπολιν τοποθετούν και αυτοί και άλλοι εις το άλλοτε αρμενικόν χωρίον Πιούρκ παρά το Εντιρές.
Ο Σάββας Ιωαννίδης (Ιστορία Τραπεζούντος) όστις στηριζόμενος μάλλον εις τα παραδόσεις λέγει, ότι η μετοίκησης της αρχικής πόλεως εις την σημερινήν θέσιν εγένετο επί Λέοντος του Σοφού περί το έτος 826 μ.Χ.
Η προέλευση των κατοίκων της περιφέρειας Νικόπολης είναι συνυφασμένη στενά με τα ιστορικά γεγονότα του εξελληνισμού του Δυτικού και Ανατολικού Πόντου.
Ελάχιστες είναι οι ανθρωπολογικές μελέτες για την περιοχή κατά τους προϊστορικούς χρόνους. Κατά το 2.000 π.Χ. κατοικούν στα μέρη αυτά: Σάπφειροι, Μόσχοι, Τιβαρηνοί, Χετταίοι, Παφλαγόνες, Ασκανοί, Βυθινοί, Βέβρηκες, Τεύκροι, Κεβρηνοί, Δαρδανοί και άλλοι.
Κατά τον 10ον αιώνα π.Χ. άρχισαν οι ελληνικές αποικίες και πολλές πόλεις ιδρύθηκαν σ’ αυτό το διάστημα και μετέπειτα πρώτα στην παραλιακή ζώνη και αργότερα στην ενδοχώρα (ο.π.).
Τον 8ον αιώνα εγένετο επιδρομή Σκυθών διά Αρμενίας, Θράκης και Στενών. Τον 6ον αιώνα το Μηδικό κράτος έθεσε τέρμα εις τας επιδρομάς, τον 4ον αιώνα π.Χ. μετά την κατάληψην της Μικράς Ασίας υπό του Μεγάλου Αλεξάνδρου περί τα έτη 334 – 330 π.Χ. και την εγκατάστασιν στρατιωτικών σχηματισμών, μέρος του ελληνοποντιακού λαού που πλεόναζε εις τα παράλια και ολίγον παρά μέσα εξόρμησε με θάρρος προς τα μεσογειότερα και μαζί με αποίκους Δωριείς, Μακεδόνας και Θεσσαλούς ίδρυσε τας ελληνικάς πόλεις της ενδοχώρας Αμάσσειαν, Νεοκαισάρειαν, Σεβάστειαν, Κολώνιαν και την Νικόπολιν (ο.π.).
Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 323 π.Χ. ο Μιθριδάτης ο Α’ απελευθέρωσε την περιοχή το 337 – 332 και έγινε ο πρώτος ιδρυτής του Βασιλείου του Πόντου.
Πληροφορίες και στοιχεία για τον πληθυσμό της Νικόπολης έχουμε από το 1877 από το παράρτημα Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως, τόμος 17ος, σελ. 134 όπου αναφέρεται ότι είχε 2.000 σπίτια από τα οποία τα 1.200 ήταν Οθωμανικά, 600 Αρμενικά και 150 Ελληνικά.
Ο Βιντάλ Κιουνέτ, 1890 τόμος 1ος, σελ. 614 – 676 αναφέρει ότι ο πληθυσμός της διοικήσης της Νικόπολης ήταν τότε περίπου 78.200 κάτοικοι.
Ο Χρήστος Σαμουηλίδης στο βιβλίο του «Ιστορία του ποντιακού ελληνισμού», εκδοτικός οίκος Α.Α.Λιβάνη, στην σελ. 340 γράφει: Η επισκοπή Νικόπολης χωριζότανε σε δύο περιφέρειες: της Νικόπολης και της Κολωνίας (Κοϊλάχισαρ). Η δεύτερη άλλοτε απάρτιζε ξεχωριστή επισκοπή, αλλά τώρα (1866) είχε τον ίδιο μητροπολίτη με τη Νικόπολη.
Τελευταία, το 1864, προστέθηκαν στη μητρόπολη Κολωνίας και Νικόπολης, μερικά χωριά από την επαρχία Χαλδίας και της Νεοκαισάρειας. Η ίδια η Νικόπολη είχε 2.000 σπίτια από τα οποία τα 800 ήταν Αρμένικα. Υπήρχαν και 60 ελληνικές οικογένειες, πιο φτωχές από τις άλλες, ενώ οι υπόλοιπες ήταν Τούρκικες.
Στο βιβλίο στη σελίδα 351 γράφει ότι ο πληθυσμός της Νικόπολης – Κολωνίας πριν από το 1870, σύμφωνα με τους καταλόγους της τουρκικής κυβέρνησης οι οποίοι δεν ήταν αρκετά ακριβείς ανέρχονταν σε 37.585 Έλληνες.
Ο Λέων Μάκκας (MaccasLeon, LHellenismedel’ AsiaMineuteParis, 1919, σελ. 82 – 82) σε σχετικό βιβλίο του, μας δίνει τους παρακάτω αριθμούς: Σατζνά του Καράχισάρ Σαρκί (Νικόπολη). Μεσουντιέ 6.437, Καραχισάρ σαρκί 14.250, Σουσεχρί 2.920, Κοϊλάχισαρ (Κολωνία 1.720, Ρεσαντιέ 2.434. Σύνολο 27.761).
Ο Γ. Λαμψίδης στο βιβλίο του «Οι Πρόσφυγες του 1922», Αθήνα 1982, σελ. 31 γράφει ότι στην Κολωνία και Νικόπολη ζούσαν 68.000 Έλληνες με 155 εκκλησίες, 140 σχολεία και 5.200 μαθητές. Και φτάνουμε στα δύσκολα χρόνια του Α’ παγκοσμίου πολέμου, όπου η Τουρκία είναι ταγμένη με το μέρος των Γερμανών. Ιστορικώς είναι γνωστό ότι ο τουρκικός στρατός τους πρώτους μήνες των επιχειρήσεων κατόρθωσε να διασπάσει το ρωσσικό μέτωπο και εισβάλλοντας στη Ρωσσική Αρμενία κατέλαβε το Αρταχάν και άλλες πόλεις όπου σημειώθηκαν λεηλασίες και σφαγές του Αρμενικού πληθυσμού. Στη συνέχεια η κατάσταση άλλαξε στο μέτωπο του Καυκάσου και τα Τούρκικα στρατεύματα μέσα σε μια νύχτα έχασαν στο Σαρί Καμίς 200.000 στρατό. Το Φεβρουάριο του 1915 το Κομιτάτο της Νικόπολης μαζί με τα υπόλοιπα των άλλων περιοχών κήρυξε την εξέγερση κατά των Τούρκων και ακολούθησε η σφαγή του 1.500.000 Αρμενίων. Από το 1916 αρχίζει η σφαγή του ελληνικού στοιχείου της περιοχής την οποία με γλαφυρότητα και με πολλές λεπτομέρειες αναφέρει ο Γ.Ν.Λαμψίδης στο βιβλίο του «ΤΟΠΑΛ ΟΣΜΑΝ» στις σελ. 138 – 141.
Μεγάλος όγκος του πληθυσμού έφυγε προς το Καρς από το 1878 αλλά και από τον προηγούμενο πόλεμο του 1828.
Ο Αγγλος πολιτικός WilliamGladstoneέγραφε για το ανατολικό ζήτημα (TheQuestionoftheGast, Λονδίνο 1876).
Από τη μαύρη μέρα που πρωτοεμφανίζονται στην Ευρώπη, οι Τούρκοι αποδείχτηκαν στο σύνολό τους ως ο πλέον αντιανθρωπιστικός τύπος της ανθρωπότητας. Οπουδήποτε και αν πήγαν, μια φαρδιά κηλίδα αίματος ακολούθησε το πέρασμά τους. Όπου απλώθηκε η κυριαρχία τους, εξαφανίστηκε ο πολιτισμός.
Αντιπροσωπεύουν παντού την Κυβέρνηση της βίας, σε αντίθεση με την Κυβέρνηση του δικαίου.
Και ο Βρετανός καρδινάλιος JohnHenryNewmanτο 1854. «Lectures on the History of the Turks in its Retalions to Christianity».
Η βάρβαρη δύναμη που για αιώνες τώρα έχει θρονιάσει στην καρδιά του Αρχαίου κόσμου, κρατά κάτω από την κτηνώδη πυγμή της τις πιο ξακουστές χώρες της κλασσικής αλλά και της χριστιανικής αρχαιότητας, καθώς και πολλές από τις πιο εύφορες και πιο όμορφες περιοχές της γης.
Χωρίς να έχει δική της ιστορία, έχει σφετεριστεί τα ιστορικά ονόματα της Κωνσταντινούπολης, της Νίκαιας, της Νικομήδειας, της Καισάρειας… θέτοντας έτσι υπό την κατοχή της, χωρίς η ίδια να έχει επίγνωση, το ήμισυ της παγκόσμιας ιστορίας.
Είναι γνωστό άλλωστε ότι στην περιοχή με έδρα την Κερασούντα ίδρυσε και ο αιμοσταγής υπάνθρωπος Τοπάλ Οσμάν και οι όμοιοί του Τομόγου Καρά Αχμέτ και Ταπάν Ογλού Σερίφ, οι οποίοι καταλήστευαν με τους Τσέτες τους ανενόχλητοι το χριστιανικό στοιχείο της περιοχής. Ο Τοπάλ Οσμάν από την αρχή που επικράτησε το κίνημα του Κεμάλ προσχώρησε σε αυτό και μάλιστα έγινε και χρηματοδότης του, από τα χρήματα που έβγαζε καταδυναστεύοντας το ελληνικό στοιχείο και όχι μόνο.
Γενικά περί Νικόπολης
Η περιοχή της Νικόπολης είχε την τύχη να έχει δύο εκπληκτικούς καλλιτέχνες απ’ ότι γνωρίζω εγώ, τον Θεόφιλο Παπαδόπουλο στη λύρα και τον Σπύρο Γαλετσίδη στη λύρα και στο ζουρνά, οι οποίοι απέδωσαν με φανταστικό τρόπο το μουσικό ηχόχρωμα και την ιδιαιτερότητα της περιοχής. Είχε όμως την ατυχία, οι άνθρωποι αυτοί, να μην ασχοληθούν με την δισκογραφία και χρειάστηκε να έρθει η παραγωγή «ΑΝΕΒΖΗΓΟΣ ΑΡΟΘΥΜΙΑ» της ΟΠΣΝΕ, ώστε όλο ο μουσικός πλούτος της περιοχής να είναι κτήμα όλων των Ποντίων και όχι μόνο. Παρ’ όλο που οι χοροί τους έχουν μια εκπληκτική ομορφιά κράτησαν τελείως τοπικό χαρακτήρα και άρχισαν να χορεύονται τα τελευταία χρόνια με την έκδοση του έργου «χορευτικές διαδικασίες και χοροί του Πόντου». Ίσως ο κυριότερος λόγος να ήταν, ότι δεν υπήρχαν πολλοί μουσικοί, γνώστες της τοπικής παράδοσης, και το γεγονός ότι ορισμένοι χοροί τους όπως το Ομάλι(ν), το Κουνιχτόν, του Ούτσαϊ και το Τίκι(ν) έχουν ένα ιδιαίτερο ύφος και δεν ήταν εύκολο να αποδοθεί και από τους υπόλοιπους Πόντιους. Ένα άλλο γεγονός πρόσθετο της δυσκολίας της περιοχής είναι ο γλωσσικός ιδιωματισμός τους, ο οποίος διαφέρει από τους υπόλοιπους γλωσσικούς ιδιωματισμούς του Πόντου, ακόμη και μέσα στην ίδια περιοχή υπάρχουν διαφορές από τη μείζονα περιφέρεια και τη δυτική πλευρά καθώς και στις κοινότητες Μπάλτζανας και Γαλατζούχ.
Ένα μικρό παράδειγμα παρμένο από το βιβλίο «Ιστορία και Λαογραφία της εκκλησιαστικής επαρχίας Κολωνίας και Νικοπόλεως, Καβάλα 1964», είναι το παρακάτω:
Μείζων Περιφέρεια Μπάλτζανα – Γαλατζούχ Δυτική πλευρά
------------------------- ------------------------------ -------------------
ατός αούτος ατάν
εκείνος εϊνος αϊνος
ατοίν ατοινίν αεινοίν
το παιδί το παιδίν το λακότιν
αΐκα αΐκα αΐτικα
ατώρα (χ)ατώρα ατωρίσκα
η νύφε η νύφε το νυφάδιν
η πόρτα το θύρον το θύριν
σπάλτζον ασπάλτζον κείλτα
το σκοινίν τ’ ουργάνιν τ’ ορμάνιν
τ’ ορμάν το όρος το όρος
κλώσκεται κλώσκετ’ εκλώσκετ’
κοσσάρα τ’ ορνίθιν τ’ ορνίθιν
το βούτυρον το βούτορον τ’ ελάδιν
το ξύγαλον η μιτζίρα η ματζίρα
τ’ορμίν το ρυμίν το ρυμίν
καλατζεύω καλατζεύω χορατσεύω
εφτάγω ποίγω πούγω
τ’ εφτάς τ’ εφτάς τίγαϊ ποίς
επαίνεν επαίγνεν επαγίνισκεν
αραΐκα (χ)αραΐκα χαραούσκα
κιφάλ φκάλιν φκάλ
απαν’ ατ’ απάν’ ατ’ απάν εκέν
αφκά αφκά αφκάτικεν
Είναι επίσης αξιοσημείωτο, λόγω του ότι η επίσημη γλώσσα ήταν η τουρκική και των συνεχών συναλλαγών με αυτούς, αφομοιώθηκαν πολλές τούρκικες λέξεις και με την προσθήκη ελληνικής κατάληψης εντάχθηκαν στην ποντιακή διάλεκτο, π.χ. χαΐν’ς (σκληρός) από την τουρκ. Χαΐν, παρλαεύω (λάμπω) από την τουρκ. Παρλαμάκ, πεσλεεύω (τρέφω) από την τουρκ. Πεσλεμέκ κ.λπ. κάτι που ισχύει και για τον υπόλοιπο Πόντο.
Σήμερα ευτυχώς υπάρχουν πάρα πολλοί καλλιτέχνες οι οποίοι αποδίδουν περίφημα το ηχόχρωμα της περιοχής μιμούμενοι περισσότερο τον αείμνηστο Θεόφιλο Παπαδόπουλο, ο οποίος καταγόταν από την Μπάλτζανα και λιγότερο τον Σπύρο Γαλετσίδη, ο οποίος κατάγεται από το Κοϊνίκι και αποδίδει υπέροχα τη μουσική της περιοχής περισσότερο με το ζουρνά. Δυστυχώς όμως χάθηκε αυτό το υπέροχο γλωσσικό ιδίωμα της περιοχής και επεκράτησε σε όλους τους Πόντιους μόνο ένα κράμα της Τραπεζούντας. Είναι ευχής έργον που σήμερα νέοι καλλιτέχνες όπως τ’ αδέλφια Γιώργος και Λάζος Ιωαννίδης εντάσσουν στη δισκογραφία τους μουσικές της περιοχής με το αυθεντικό γλωσσικό ιδίωμα. Αλλωστε κατάγονται κατά το ήμισυ από την πλευρά της μάνας από τη συγκεκριμένη περιοχή.
ΧΟΡΟΙ
1) Κουνιχτόν ή Ομάλ’ Νικόπολης ή Ομάλ Γαράσαρης
Το χορό αυτό (καθώς και το όνομα) μας το έδειξε και η Κυριακή Τσακιρίδου (Τσιλάβα), η οποία καταγότανε από το χωριό Αξίκοϊ όπου γεννήθηκε το 1900 και κατοικούσε στο χωριό Κεχρόκαμπος Καβάλας, όπου και πέθανε τον Αύγουστο του 2004. Πολλοί χοροδιδάσκαλοι κάνουν το λάθος να διδάσκουν το χορό με έξι βήματα που ουσιαστικά είναι της περιοχής Καρς και να του δίνουν το όνομα Ομάλ Γαράσαρης.
Ενώ ο χορός της περιοχής είναι με δέκα βήματα (4 χτυπήματα) και έντονο τρέμουλο. Επειδή ο χορός ανήκει στον κύκλο των Ομάλ’, στην Ελλάδα δόθηκαν και οι ονομασίες Ομάλ’ Νικόπολης ή Ομάλ’ Γαράσαρης. Χορεύεται σε κλειστό κύκλο και είναι μεικτός. Συνοδεύεται από τραγούδι στα ποντιακά ή στα τούρκικα. Ο ρυθμός είναι τετράσημος 4/4-2-2.
2) Ομάλι(ν) ή Τζανί’ μ’ Αμαν
Ουσιαστικά πρόκειται για χορό γνωστό στους Πόντιους σαν Εμπρ’ Οπίσ’ ή Κοτσιχτόν Ομάλ’. Στην περιοχή αυτή όμως το ύφος του χορού διαφέρει ριζικά. Το σώμα δεν γυρνάει δεξιά αριστερά, αλλά γέρνει ελαφρά μπρος – πίσω με έντονο τρέμουλο που φτάνει μέχρι τους ώμους. Τα χέρια μπορούν να είναι σηκωμένα στην ανάταση ή κάθετα στο έδαφος πιασμένα από την παλάμη. Το αριστερό πόδι προπορεύεται συνεχώς και το δεξί ακολουθεί όταν ο χορός πηγαίνει προς τα δεξιά. Όταν πάει προς τα αριστερά τότε προπορεύεται το δεξί, ενώ το αριστερό ακολουθεί.
Ή Ταζνί μ’ Αμάν
Τζανί μ’ στα τούρκικα σημαίνει ψυχή μου και ονομάστηκε έτσι ο χορός από την επωδό του τραγουδιού:
Τ’ αϊδόπον βόσκεται, τζανίμ αμάν (Αΐδόπον=κατσικάκι)
Συρίζ’ ατο κλώσκεται, ωφ ωφ αμάν (Συρίζ’ατο=το σφυρίζω, Κλώσκεται=γυρνάει)
Χορεύεται σε κλειστό κύκλο και είναι μεικτός. Ο ρυθμός είναι εννεάσημος 9/8 2-2-2-3.
3) Ούτσαϊ ή Ουτς αλτί.
Το χορό αυτό καταγράψαμε στον Πλαταμώνα Καβάλας, ένα χωριό που η πλειοψηφία των κατοίκων κατάγεται από την Νικόπολη . Χορεύτηκε από ομάδα χωριανών με πρωτοχορευτές τον Αλεπίδη Αναστάσιο και Κογιανόγλου Ελευθέριο και λυράρη και τραγουδιστή τον αείμνηστο Παπαδόπουλο Θεόφιλο. Η ονομασία του χορού προέρχεται από την κοινότητα της Μπαλτσανας.
Μπαλ και τζαν είναι λέξεις τούρκικες και σημαίνουν ψυχομέλι. Το χωριό βρίσκεται βορειοαναταλικά της Νικόπολης και σε απόσταση 25 χιλιόμετρα. Είχε δε 1.000 κατοίκους από τους οποίους οι 950 ήταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι και οι υπόλοιποι Τούρκοι (Ιστορία και λαογραφία Κολωνίας και Νικοπόλεως, Καβάλα 1964).
Ουτς αλτί
Ούτς αλτί στα τούρκικα τρία – έξι (ούτς= τρία, αλτί=6). Έτσι ήταν γνωστός ο χορός σε άλλα χωριά της περιοχής. Ο ρυθμός είναι τετράσημος 4/4 (2-2). Χορεύεται σε κλειστό κύκλο και είναι μεικτός. Δεν συνοδεύεται από τραγούδι.
4). Μαχμόρ
Δυστυχώς για το χορό αυτό δεν έχουμε στοιχεία. Τον χόρευε στο χωριό Κεχρόκαμπος Καβάλας η Κυριακή Τσακιρίδου με καταγωγή απάο το Αξίκοϊ της Νικόπολης, γεννημένη το 1900. Λόγω πολύ σοβαρού οικογενειακού της προβλήματος δεν θέλησε να χορέψει το χορό. Αλλωστε δεν θυμόνε και τη μουσική του.
5). Τάσμαρα
Βόρεια της Νικόπολης, στο δρόμο προς την Κερασούντα και σε απόσταση 5 χιλιομέτρων περίπου βρίσκεται η κωμόπολη Τάμσαρα η οποία είχε 2.000 κατοίκους από τους οποίους τα ¾ ήταν Αρμένιοι (Ιστορία και λαογραφία Κολωνίας και Νικοπόλεως, Καβάλα 1964). Φαίνεται πως η ονομασία του χορού έχει σχέση με το χωριό αυτό. Η μουσική του είναι παραλλαγή του χορού Πιπιλομάτενα. Χορεύεται σε κλειστό κύκλο και είναι μεικτός. Ο ρυθμός είναι εννεάσημος 9/8 (2-2-2-3).
6). Τίκι(ν)
Τικ στα τούρκικα σημαίνει ίσιο, κατακόρυφο. Στην περιοχή αυτή ο χορός χορεύεται με δύο τρόπους ανάλογα με το κράτημα των χεριών. Όταν κρατούνται από τις παλάμες και είναι τεντωμένα στην ανάταση ο χορός έχει ένα έντονο τίναγμα προς τα πάνω με ταυτόχρονο τρέμουλο. Όταν τα χέρια είναι λυγισμένα στους αγκώνες και πιασμένα από τις παλάμες ο χορός χάνει το τρέμουλό του και αποκτά σουστάρισμα που δίνει εντελώς διαφορετικό ύφος. Και στις δύο περιπτώσεις όταν το αριστερό πόδι μπαίνει προς το κέντρο του κύκλου περνάει πάνω από το δεξί σταυρωτά με έντονη κάμψη των γονάτων.
Χορεύεται σε κλειστό κύκλο και είναι μεικτός. Ο ρυθμός είναι 5/8 (3-2) και συνοδεύεται απ’ όλα τα μουσικά όργανα με τραγούδι στα ποντικά ή στα τούρκικα.
7). Καρσιλαμάδες
Στην περιοχή, όπως και στο δυτικό Πόντο, αλλά και σε περιοχές του ανατολικού, είχαμε πάρα πολλούς αντικριστούς χορούς με κυρίαρχο το Κιόνιαλι. Ήταν ο χορός που χορευότανε κατά κόρον, ειδικά στους γάμους. Μπορούσε να χορεύεται ζευγαρωτός ή κατά τετράδες ή ακόμη και μεμονωμένα.
Μουσικά όργανα
Τα μουσικά όργανα της περιοχής ήταν κατά πρώτο λόγο η κεμεντζέ και κατά δεύτερον ο ζουρνά με όργανο συνοδείας το νταούλι που τα χρησιμοποιούσαν κυρίως σε ανοιχτούς χώρους.
Κοσμέτες Β’
Υ.Γ. Θέλω να ευχαριστήσω τον καθηγητή μουσικής Μιχάλη Καλιοτζίδη για την πολύτιμη βοήθειά του στην καταγραφή των ρυθμών των χορών.
15°C
Partly Cloudy
Humidity: 55%
Wind: 19.31 km/h
18°C 11°C
17°C 8°C